γενέθλιος: Difference between revisions
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
(1b) |
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''γενέθλιος:''' <b class="num">1)</b> родовой, родной, кровный (θεοί Aesch., Arst., Plut.): [[Ζεὺς]] γ. Pind. Зевс, покровитель рода; [[αἷμα]] γενέθλιον κατανύειν Eur. быть матереубийцей; γενέθλιοι [[ἀραί]] Aesch. родительские проклятия;<br /><b class="num">2)</b> производящий или произведший на свет (γ. ἀκτίνων [[πατήρ]] = [[ἥλιος]] Pind.; [[χεῦμα]] γενεθλίου πόρου Aesch.): βλάσται γενέθλιοι πατρός Soph. отцовское семя;<br /><b class="num">3)</b> связанный с рождением: γ. [[ἡμέρα]] Plut. или [[ἦμαρ]] Anth. день рождения; γ. [[δόσις]] Aesch. подарок ко дню рождения; γενέθλιοι θεοί Plat. боги, покровительствующие рождению (ср. 1). | |elrutext='''γενέθλιος:'''<br /><b class="num">1)</b> родовой, родной, кровный (θεοί Aesch., Arst., Plut.): [[Ζεὺς]] γ. Pind. Зевс, покровитель рода; [[αἷμα]] γενέθλιον κατανύειν Eur. быть матереубийцей; γενέθλιοι [[ἀραί]] Aesch. родительские проклятия;<br /><b class="num">2)</b> производящий или произведший на свет (γ. ἀκτίνων [[πατήρ]] = [[ἥλιος]] Pind.; [[χεῦμα]] γενεθλίου πόρου Aesch.): βλάσται γενέθλιοι πατρός Soph. отцовское семя;<br /><b class="num">3)</b> связанный с рождением: γ. [[ἡμέρα]] Plut. или [[ἦμαρ]] Anth. день рождения; γ. [[δόσις]] Aesch. подарок ко дню рождения; γενέθλιοι θεοί Plat. боги, покровительствующие рождению (ср. 1). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:41, 6 January 2019
English (LSJ)
ον, also α, ον Lyc.1194:—
A of or belonging to one's birth, γ. δόσις a birthday gift, A.Eu.7; ἡ γενέθλιος ἡμέρα birthday, Epicur. Fr.217, OGl111.29 (ii B. C.), etc.; γενεθλία ἡμέρα ib.222.6 (iii B. C.): pl., ib.493.20 (ii A. D.); τῇ γενεθλίᾳ POxy.494.24 (ii A. D.); and ἡ γενέθλιος, without ἡμέρα, CIG3957b, Luc.Dem.Enc.2; γενέθλιον ἦμαρ AP6.261 (Crin.); also ἀγὼν γ. τοῦ θεάτρου to celebrate a birthday, ClG 4342d (Aspendus); τὰ γ. birthday feast, SIG463.11; γ. θύειν offer birthday offerings, E.Ion653, Pl.Alc.1.121c; ἑστιᾶν Luc.Herm.11, cf. BGU362x9 (iii A. D.), etc. II of one's race or family, esp. of tutelary gods, Ζεὺς γ. Pi.O.8.16, P.4.167; γ. δαίμων Id.O.13.105; γ. θεοί A.Th.639 (but in Pl.Lg.729c, 879d, presiding over generation, and in D.H.1.67, = Penates); αἷμα γ. kindred blood, E.Or.89; γ. ἀραί a parent's curse, A.Ch.912. III giving birth, generative, γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ, i.e. the Sun, Pi.O.7.70; γ. πόρος thy natal stream, A.Eu.293; βλάσται γ. S.OC972; ἀνέλυσα γενέθλιον . . [δελφύν], of her first child, Hymn.Is.17.
German (Pape)
[Seite 481] ον, auch -ία, Lycophr. 1194, 1) zur Geburt gehörig; δόσις Aesch. Eum. 7; βλάσται Soph. O. C. 976. Bes. ἡμέρα, Geburtstag, ἦμαρ Crinag. 8 (VI, 261); ohne dies ἡ γενέθλιος Plut. Pomp. 79; Luc enc. Dem. 21; – τὰ γενέθλια, Geburtstagsfeier, Plat Conv. 203 c; Xen. Cyr. 1, 3, 10; ἑορτάζειν Plat. Alc I, 121 b; ἑστιᾶν Luc. Hermot. 11; θύειν, mit Opfer feiern, Eur. Ion. 653; θύειν καὶ ἄγειν Plut.; – θεοί die die Geburt beschützen, Plat. Legg. V, 729 c IX, 879 d – 2) Zum Geschlecht, zur Familie gehörig, Ζεύς Pind Ol. 8, 16 P. 4, 167, Stammvater; δαίμων Ol. 13. 101, das angeborne Geschick; θεοί Aesch. Spt. 621, Stammgötter; bei Dion. Hal. 1, 67 = Penates; ἀραί Ch. 899, Fluch der Eltern; αἷμα γεν. Eur. Or. 89, das Blut der Mutter. – 3) erzeugend, Aesch. Eum. 283.
Greek (Liddell-Scott)
γενέθλιος: -ον, ὡσαύτως α, ον, Λυκ. 1194· - ἀνήκων εἴς τινος τὴν γέννησιν, Λατ. natalis, γ. δόσις, δῶρον ἐπὶ τοῖς γενεθλίοις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 7· τῇ γενεθλίῳ ἡμέρᾳ, κατὰ τὰ γενέθλιά τινος, Συλλ. Ἐπιγρ. 2930b (προσθήκ.), 3417, 3902b· καὶ ἡ γενέθλιος ἄνευ τοῦ ἡμέρα, 3957b· γενέθλιον ἦμαρ Ἀνθ. Π. 6. 261· - ὡσαύτως, ἀγὼν γ., ἀγὼν πρὸς τιμὴν τῶν γενεθλίων, Συλλ. Ἐπιγρ. 4342d. κ ἑξ.· τὰ γενέθλια, ἡ ἐπὶ τῇ γεννήσει ἢ τοῖς γενεθλίοις ἑορτὴ (ἀλλὰ παρ’ Ἐκκλ. ἡ ἀνάμνησις τοῦ θανάτου μάρτυρός τινος, ἴδε γενέσια), γ. θύω, προσφέρω ἐπὶ τοῖς γενεθλίοις μου θυσίαν, Εὐρ. Ἴωνι 653, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 121C· ἑστιᾶν, ἄγειν Λουκ. Ἑρμοτ. 11, κτλ. ΙΙ. ἀνήκων εἰς τὸ γένος ἢ τὴν οἰκογένειάν τινος, ἰδίως οἱ προστάται θεοὶ (dii gentiles), Ζεὺς γ. Πίνδ. Ο. 8. 20, Π. 4. 299· γ. δαίμων ὁ αὐτ. Ο. 13. 148· γ. θεοὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 639 (ἀλλὰ παρὰ Πλάτ. Νόμ. 729C, 879D, dii genitales, oἱ προϊστάμενοι τῆς γενέσεως)· - γενέθλιον αἷμα, συγγενικόν, Εὐρ. Ὀρ. 89· γ. ἀραί, κατάρα τοῦ πατρός, Αἰσχύλ. Χο. 912. ΙΙΙ. ὁ παρέχων γέννησιν, γεννητικός, γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ, δηλ. ὁ , ἥλιος, Πίνδ. Ο. 7. 129· γεν. πόρος, τὸ ῥεῦμα ἔνθα ἐγεννήθης, Αἰσχύλ. Εὐμ. 293· βλάσται γεν. Σοφ. Ο. Κ. 972· ἀνέλυσα γενέθλιον... [νηδύν], ἐπὶ τοῦ πρώτου τέκνου, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 1028. 17.
French (Bailly abrégé)
ος ou α, ον :
I. 1 qui concerne la naissance : γενέθλιος δόσις ESCHL présent fait (au nouveau-né) le jour de fête qui suit sa naissance ; ἡ γενέθλιος (ἡμέρα) PLUT jour de la naissance ; τὰ γενέθλια, fête pour le jour de la naissance;
2 qui concerne la famille : γενέθλιαι ἀραί ESCHL malédiction des parents ; γενέθλιοι θεοί ESCHL dieux tutélaires ou protecteurs de la famille;
II. qui engendre.
Étymologie: γενέθλη.
English (Slater)
γενέθλιος
a ancestor of one's family Ζηνὶ γενεθλίῳ as ancestor of the Blepsiadai (O. 8.16) Ζεὺς ὁ γενέθλιος ἀμφοτέροις of Jason and Pelias (P. 4.167)
b of one's family εἰ δὲ δαίμων γενέθλιος ἕρποι (O. 13.105)
c birthgiving cf. γενέτειρα. ἔχει τέ μιν ὀξειᾶν ὁ γενέθλιος ἀκτίνων πατήρ Helios (O. 7.70)
Greek Monolingual
-α, -ο (AM γενέθλιος, -ον, Α και γενέθλιος, -α, -ον) γενέθλη
1. ο σχετικός με τη γέννηση ή την ημέρα της γέννησης κάποιου
2. (πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα γενέθλια
α) η επέτειος της ημέρας της γέννησης κάποιου
β) ο εορτασμός αυτής της ημέρας
αρχ.
1. (ειδικά για θεούς) αυτός που προστατεύει το γένος ή την οικογένεια κάποιου
2. συγγενικός
3. πατρικός
4. αυτός που παράγει, που γεννά κάτι
5. φρ. γενέθλιος (ἡμερα) ή γενέθλιον (ἦμαρ)
τα γενέθλια.
Greek Monotonic
γενέθλιος: -ον, I. αυτός που σχετίζεται ή ανήκει στη γέννηση κάποιου, Λατ. natalis· γενέθλιος δόσις, δώρο γενεθλίων, σε Αισχύλ.· ἡ γενέθλιος (με ή χωρίς το ἡμέρα), η ημέρα γέννησης κάποιου, σε Συλλ. Επιγρ.· ομοίως, τὰ γενέθλια, γιορτή προς τιμήν της ημέρας γεννήσεως, οι προσφορές για την ημέρα της γέννησης, σε Ευρ.
II. αυτός που ανήκει στη γενιά ή στην οικογένεια κάποιου, λέγεται ιδίως για τους προστάτες θεούς (Λατ. dii gentiles)· Ζεὺς γενέθλιος, σε Πίνδ.· γενέθλιοι θεοί, σε Αισχύλ.· γενέθλιον αἷμα, το συγγενικό αίμα, σε Ευρ.· γενέθλιοι ἀραί, οι κατάρες του γονιού, σε Αισχύλ.
III. αυτός που δίνει ζωή· γενέθλιος πόρος, το ρεύμα όπου γεννήθηκες, στον ίδ.· βλασταὶ γενέθλιοι, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
γενέθλιος:
1) родовой, родной, кровный (θεοί Aesch., Arst., Plut.): Ζεὺς γ. Pind. Зевс, покровитель рода; αἷμα γενέθλιον κατανύειν Eur. быть матереубийцей; γενέθλιοι ἀραί Aesch. родительские проклятия;
2) производящий или произведший на свет (γ. ἀκτίνων πατήρ = ἥλιος Pind.; χεῦμα γενεθλίου πόρου Aesch.): βλάσται γενέθλιοι πατρός Soph. отцовское семя;
3) связанный с рождением: γ. ἡμέρα Plut. или ἦμαρ Anth. день рождения; γ. δόσις Aesch. подарок ко дню рождения; γενέθλιοι θεοί Plat. боги, покровительствующие рождению (ср. 1).