γυμνής: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valoreven at the risk of death

Source
(1b)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''γυμνής:''' ῆτος adj.<br /><b class="num">1)</b> Diod. = [[γυμνός]];<br /><b class="num">2)</b> легковооруженный ([[ὄχλος]] Eur.).<br />ῆτος ὁ гимнет, легковооруженный солдат Her. Eur., Xen.
|elrutext='''γυμνής:''' ῆτος adj.<br /><b class="num">1)</b> Diod. = [[γυμνός]];<br /><b class="num">2)</b> легковооруженный ([[ὄχλος]] Eur.).<br />ῆτος ὁ гимнет, легковооруженный солдат Her. Eur., Xen.
}}
{{elnl
|elnltext=γυμνής -ῆτος, ὁ [γυμνός] lichtgewapende soldaat.
}}
}}

Revision as of 06:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γυμνής Medium diacritics: γυμνής Low diacritics: γυμνής Capitals: ΓΥΜΝΗΣ
Transliteration A: gymnḗs Transliteration B: gymnēs Transliteration C: gymnis Beta Code: gumnh/s

English (LSJ)

ῆτος, ὁ,

   A = γυμνός, βίος D.S.3.8.    II Subst., light-armed foot-soldier, Tyrt.11.35, Hdt.9.63, E.Ph.1147, X.An.4.1.28, Hell.Oxy.6.5.    2 in pl., γυμνῆτες, οἱ, Argive serfs, Poll.3.83, Et.Gud.; also γυμνήσιοι, οἱ, St.Byz.s.v.Χίος, Eust.adD.P.533.    3 = Γυμνοσοφισταί, Str.15.1.70.

German (Pape)

[Seite 509] ῆτος, ὁ, = γυμνός, βίος D. Sic. 3, 8; besleicht bewaffneter Soldat, = γυμνήτης, was sich auch als v. l. im plur. oft daneben findet, Her. 9, 63; Eur. Phoen. 1147; Xen. oft.

Greek (Liddell-Scott)

γυμνής: ῆτος, ὁ,= γυμνός, Διόδ. 3. 8· - ἰδίως ἐλαφρῶς ὡπλισμένος πεζὸς στρατιώτης, εὔζωνος, Τυρταῖ. 8. 35, Ἡρόδ. 9. 63, Εὐρ. Φοιν. 1147, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 28. ΙΙ. κατὰ πληθ. γυμνῆτες, οἱ, παρ᾿ Ἀργείοις δοῦλοι, ὥσπερ οἱ Εἵλωτες ἐν Σπάρτῃ, οἱ ἐν Θεσσαλίᾳ Πενέσται, κτλ., Πολυδ. Γ, 83· ὡσαύτως γυμνήσιοι, M üller Δωρ. 3. 4, § 2, πρβλ. 3. 3. § 2. 2)= Γυμνοσοφισταί, Στράβων 719· ἐντεῦθεν γημνῆτις σοφία, ἡ φιλοσοφία των, Πλούτ. 2. 322Β.

French (Bailly abrégé)

ῆτος;
adj.
nu ; armé à la légère ; subst.γυμνής soldat armé à la légère.
Étymologie: γυμνός.

Spanish (DGE)

-ῆτος, ὁ
I 1soldado de infantería ligera ὑμεῖς, δ' ὦ γυμνῆτες Tyrt.7.35, πρὸς γὰρ ὁπλίτας ἐόντες γυμνῆτες ἀγῶνα ἐποιεῦντο Hdt.9.63, cf. E.Ph.1147, Rh.313, ἔχων ... γυμνῆτας δὲ πεντακοσίους X.An.1.2.3, cf. 3.4.26, 4.1.6, 4.1.28, Hell.Oxy.11.6, Luc.Zeux.8, Synes.Regn.13, Hsch.s.u. γυμνῆτες, Sch.D.T.542.7.
2 οἱ γυμνῆτες los siervos en Argos, Poll.3.83, St.Byz.s.u. Χίος, Eust.in D.P.533.
3 οἱ γυμνῆτες los desnudos ref. a los filósofos cínicos en juego de palabras c. I 1, D.Chr.35.3
n. que se daba a los ascetas de la India, Str.15.1.70.
II tard. como adj. desnudo γυμνῆτα βίον ἔχοντες δι' αἰῶνος viven siempre desnudos D.S.3.8
p. ext. pobre que carecen hasta de vestido (ὁ Ἄρης) ποιεῖ ... γυμνῆτας, ἐπαίτας Vett.Val.64.9.

Greek Monolingual

γυμνής (-ῆτος), ο (Α)
1. στρατιώτης ελαφρά οπλισμένος
2. πληθ. Γυμνῆτες, οι
οι Γυμνοσοφιστές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυμνός, κατά το κουρήτες κ.λπ.].

Greek Monotonic

γυμνής: -ῆτος, ὁ (γυμνός), ο ελαφρά οπλισμένος στρατιώτης του πεζικού, εκτοξευτής, σφεντονιστής, σε Ηρόδ., Ευρ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

γυμνής: ῆτος adj.
1) Diod. = γυμνός;
2) легковооруженный (ὄχλος Eur.).
ῆτος ὁ гимнет, легковооруженный солдат Her. Eur., Xen.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γυμνής -ῆτος, ὁ [γυμνός] lichtgewapende soldaat.