ἰοστέφανος: Difference between revisions

From LSJ

Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt

Menander, Monostichoi, 167
(2b)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἰοστέφᾰνος:''' увенчанный фиалками, в венке из фиалок ([[Ἀφροδίτη]] HH; [[Κύπρις]] [[Solon]] ap. Plut.; [[Ἀθῆναι]] Pind., Arph.; Χάριτες Anth.).
|elrutext='''ἰοστέφᾰνος:''' увенчанный фиалками, в венке из фиалок ([[Ἀφροδίτη]] HH; [[Κύπρις]] [[Solon]] ap. Plut.; [[Ἀθῆναι]] Pind., Arph.; Χάριτες Anth.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἰο-στέφᾰνος, ον<br />[[violet]]-[[crowned]], Hhymn., [[Solon]]., etc.
}}
}}

Revision as of 23:30, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰοστέφᾰνος Medium diacritics: ἰοστέφανος Low diacritics: ιοστέφανος Capitals: ΙΟΣΤΕΦΑΝΟΣ
Transliteration A: iostéphanos Transliteration B: iostephanos Transliteration C: iostefanos Beta Code: i)oste/fanos

English (LSJ)

ον,

   A violet-crowned, epith. of Aphrodite, h.Hom.6.18, Sol.19.4; of the Muses, Thgn.250; esp. of Athens, Pi.Fr.76, cf. B.5.3, Ar.Ach.637, Eq.1323.

German (Pape)

[Seite 1256] dasselbe; Aphrodite, H. h. 5, 18, wie Sol. bei Plut. Sol. 26; Musen, Theogn. 250; Ἀθῆναι, Pind. trg. 46; Ar. Equ. 1334 Ach. 645.

Greek (Liddell-Scott)

ἰοστέφᾰνος: -ον, φορῶν στέμμα ἐξ ἴων, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ὁμ. Ὕμν. 5. 18, Σόλων 11. 4˙ τῶν Μουσῶν, Θέογν. 250˙ τῶν Χαρίτων, Ἀνθ. Π. 8. 127˙ ἰδίως τῶν Ἀθηνῶν, Πινδ. Ἀποσπ. 46, πρβλ. πρὸ πάντων Ἀριστοφ. Ἀχ. 637, Ἱππ. 1323.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couronné de violettes.
Étymologie: ἴον, στέφανος.

English (Slater)

ῐοστέφᾰνος, -ον
   1 crowned with violets met. ὦ ταὶ λιπαραὶ καὶ ἰοστέφανοι καὶ ἀοίδιμοι Ἀθᾶναι fr. 76. 1.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἰοστέφανος, -ον)
τόπος ή πράγμα που έχει μενεξεδένιες αποχρώσεις (α. «τα ιοστέφανα βουνά της Αττικής» β. «ιοστέφανα άνθη», Παλαμ.
γ. «ἰοστεφάνοις Ἀθήναις», Αριστοφ.)
αρχ.
(ποιητ. κοσμητ. επίθ. της Αφροδίτης, τών Μουσών κ.λπ.) στεφανωμένος με ία, ιοστεφής («ὑμᾱς... ἰοστεφάνους ἐκάλουν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -στέφανος (< στέφανος < στέφω), πρβλ. αλι-στέ-φανος, χρυσο-στέφανος.

Greek Monotonic

ἰοστέφᾰνος: -ον, αυτός που φορά στεφάνι από μενεξέδες, σε Ομηρ. Ύμν., Σόλωνα κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἰοστέφᾰνος: увенчанный фиалками, в венке из фиалок (Ἀφροδίτη HH; Κύπρις Solon ap. Plut.; Ἀθῆναι Pind., Arph.; Χάριτες Anth.).

Middle Liddell

ἰο-στέφᾰνος, ον
violet-crowned, Hhymn., Solon., etc.