καταπετάννυμι: Difference between revisions
ἢν μή τις ὥσπερ σφηκιὰν βλίττῃ με κἀρεθίζῃ → may no one squeeze me and tease me like a wasp | may no one smoke me and tease me like a wasp | but if anyone annoys me and rifles my nest, they'll find a wasp inside | still if you wake a wasps' nest then of wasps you must beware
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''καταπετάννῡμι:''' (fut. καταπετάσω и καταπετῶ, aor. κατεπέτασα - эп. κατεπέτασσα; pf. pass. καταπέπταμαι) (у Hom. и Eur. - in tmesi)<br /><b class="num">1)</b> расстилать ([[λῖτα]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> разворачивать, распускать ([[ἱστία]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> накрывать, покрывать (ἱστίῳ πολλοὺς ἀνθρώπους Plat.; τὴν κεφαλὴν φοινικίδι, τὴν αὐλὴν δικτύοις Arph.; τὴν πάροδον ἱστίοις Plut.; ἵπποι ἱματίοις καταπεπταμένοι Xen.). | |elrutext='''καταπετάννῡμι:''' (fut. καταπετάσω и καταπετῶ, aor. κατεπέτασα - эп. κατεπέτασσα; pf. pass. καταπέπταμαι) (у Hom. и Eur. - in tmesi)<br /><b class="num">1)</b> расстилать ([[λῖτα]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> разворачивать, распускать ([[ἱστία]] Eur.);<br /><b class="num">3)</b> накрывать, покрывать (ἱστίῳ πολλοὺς ἀνθρώπους Plat.; τὴν κεφαλὴν φοινικίδι, τὴν αὐλὴν δικτύοις Arph.; τὴν πάροδον ἱστίοις Plut.; ἵπποι ἱματίοις καταπεπταμένοι Xen.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=and -ύω fut. -πετάσω<br /><b class="num">I.</b> to [[spread]] out [[over]], Il., Eur.<br /><b class="num">II.</b> to [[spread]] or [[cover]] with, τί τινι Ar., Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:55, 9 January 2019
English (LSJ)
A spread out over, κατὰ λῖτα πετάσσας Il.8.441, cf. E.Hel.1459 (lyr., tm.); δέρρεις πρό τινος κ. Ph.Bel.91.13, cf. D.S. 20.9. II spread or cover with, τὴν αὐλὴν δικτύοις Ar.V.132; τὴν κεφαλὴν φοινικίδι Id.Pl.731; ἱστίῳ ἀνθρώπους Pl.Prm.131b; ἵπποι ἱματίοις καταπεπταμένοι X.Cyr.8.3.16.
German (Pape)
[Seite 1369] (s. πετάννυμι), darüber ausbreiten, behängen; bei Hom. in tmesi, κατὰ λῖτα πετάσσας, Il. 8, 441, wie κατὰ μὲν ἱστία πετάσατε Eur. Hel. 1475; κατεπέτασ' αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν φοινικίδι Ar. Plut. 731; Vesp. 131; καταπετάσαι ἱστίῳ πολλοὺς ἀνθρώπ ους Plat. Parm. 131 d, damit bedecken, verhüllen; pass., ἵπποι ἱματίοις καταπεπταμένοι Xen. Cyr. 8, 3, 16.
Greek (Liddell-Scott)
καταπετάννῡμι: καὶ -ύω: μέλλ. καταπετάσω ᾰ, ἐξαπλώνω ὑπεράνω, ἀναπτύσσω, ἀνοίγω τι ὑπεράνω τινός, κατὰ λῖτα πετάσσας Ἰλ. Θ. 411, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1459· ταῖς πρῴραις δέρρεις κ. Διόδ. 20. 9· ὅσον ἂν τόπον ἐπίσχῃ τὸ ἱστίον καταπετασθὲν Πλουτ. Θησ. 25. ΙΙ. ἐκτείνω ἢ καλύπτω μέ τι, τὴν αὐλὴν δικτύοις Ἀριστοφ. Σφ. 132· τὴν κεφαλὴν φοινικίδι ὁ αὐτ. ἐν Πλ. 731· ἀνθρώπους ἱστίῳ Πλάτ. Παρμ. 131Β· ἵπποι ἰματίοις καταπεπταμένοι Ξεν. Κύρ. 8. 3, 16· μετὰ γεν. καὶ αἰτ., καταπεταννύντες τῶν ξύλων δίκτυα Ἁρποκρ. ἐν λεξ. περιστοιχίζεται.
French (Bailly abrégé)
f. καταπετῶ, ao. κατεπέτασα, part. pf. Pass. καταπεπταμένος;
1 déployer d’en haut : ἱστίον PLUT déployer une voile;
2 recouvrir : τὴν κεφαλὴν φοινικίδι AR couvrir la tête d’un voile de pourpre.
Étymologie: κατά, πετάννυμι.
Greek Monotonic
καταπετάννῡμι: και -ύω, μέλ. -πετάσω [ᾰ],
I. εξαπλώνω, απλώνω, εκτείνω, ανοίγω από πάνω, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
II. εκτείνω ή καλύπτω με, τί τινι, σε Αριστοφ., Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-πετάννυμι uitspreiden:. κατὰ λῖτα πετάσσας na een hoes uitgespreid te hebben Il. 8.441. bedekken, omhullen, met acc. (iets) en dat. (met iets).: κατεπέτασ ’ αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν φοινικίδι zij bedekte zijn hoofd met een purperen doek Aristoph. Pl. 731; ῥαβδωτοῖς ἱματίοις καταπεπταμένοι bedekt met gestreepte kleden Xen. Cyr. 8.3.16.
Russian (Dvoretsky)
καταπετάννῡμι: (fut. καταπετάσω и καταπετῶ, aor. κατεπέτασα - эп. κατεπέτασσα; pf. pass. καταπέπταμαι) (у Hom. и Eur. - in tmesi)
1) расстилать (λῖτα Hom.);
2) разворачивать, распускать (ἱστία Eur.);
3) накрывать, покрывать (ἱστίῳ πολλοὺς ἀνθρώπους Plat.; τὴν κεφαλὴν φοινικίδι, τὴν αὐλὴν δικτύοις Arph.; τὴν πάροδον ἱστίοις Plut.; ἵπποι ἱματίοις καταπεπταμένοι Xen.).
Middle Liddell
and -ύω fut. -πετάσω
I. to spread out over, Il., Eur.
II. to spread or cover with, τί τινι Ar., Xen.