ῥαπίζω: Difference between revisions

From LSJ

ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners

Source
(4)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ῥᾰπίζω:''' ударять, бить, колотить, сечь (τινά Her., Dem., Diog. L.; τινὰ ῥάβδῳ Anacr.): ἐπὶ κόρρης ῥ. Plut. бить по щеке; ῥαπιζόμενος ὁ ἀὴρ παντοδαποὺς ἀφίησι ψόφους Arst. сотрясаемый воздух издает разнообразные звуки.
|elrutext='''ῥᾰπίζω:''' ударять, бить, колотить, сечь (τινά Her., Dem., Diog. L.; τινὰ ῥάβδῳ Anacr.): ἐπὶ κόρρης ῥ. Plut. бить по щеке; ῥαπιζόμενος ὁ ἀὴρ παντοδαποὺς ἀφίησι ψόφους Arst. сотрясаемый воздух издает разнообразные звуки.
}}
{{etym
|etymtx=-ομαι<br />Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b3">ἐπι-</b> (also <b class="b2">to reproach</b>), <b class="b2">to beat with a stick, a rod, by hand</b>, pass. <b class="b2">to be beaten</b> (<b class="b3">ΙΑ</b>.).<br />Other forms: Aor. pass. <b class="b3">ῥαπισθῆναι</b>, act. <b class="b3">ῥαπίσαι</b>, perf. ptc. pass. <b class="b3">ῥεραπισμένα</b>.<br />Compounds: Rarely w. prefix, e.g. <b class="b3">ἐπι-</b> (also <b class="b2">to reproach</b>).<br />Derivatives: <b class="b3">ῥάπ-ισμα</b> n. <b class="b2">stroke, slap in the face, box on the ears</b> (Antiph., NT, Luc.), <b class="b3">-ισμός</b> m. <b class="b2">id.</b> (Corn., Sor.); <b class="b3">ἐπιρράπ-ιξις</b> f. [[reproach]] (Ion. Hist.), <b class="b3">-ισμός</b> <b class="b2">id.</b> (Plb.). -- Besides as 2. member <b class="b3">-ραπις</b> in <b class="b3">χρυσό-ρραπις</b>, voc. <b class="b3">-ι</b> <b class="b2">with a golden rod</b>, surname of Hermes (Od., h. Merc., Pi.), <b class="b3">ἐΰ-ρραπις</b> (<b class="b3">Ἐρμῆς</b>) <b class="b2">with a beautiful rod</b> (Nonn.); <b class="b3">ῥαπίς</b> as simplex = <b class="b3">ῥάβδος</b> only H., Phot.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: As the simplex <b class="b3">ῥαπίς</b> may have been deduced from <b class="b3">χρυσό-ρραπις</b> and here <b class="b3">-ις</b> can be explained as compound-suffix (<b class="b3">ἄν-αλκ-ις</b>, <b class="b3">ἵππ-ουρ-ις</b>), the basis of <b class="b3">ῥαπίζω</b> is uncertain. It may come from a noun (<b class="b3">*ῥάψ</b>, <b class="b3">*ῥαπ-ή</b> v.t.), but it can also be tranformation of a primary verb; cf. the examples in Schwyzer 735 f. -- Formally <b class="b3">ῥαπίζω</b> could be a zero grade formation of <b class="b3">ῥέπω</b>, <b class="b3">ῥόπαλον</b> and would indicate, if deverbative, a sweeping movement (of a rod, the hand etc.). Further s. [[ῥέπω]]; vgl. 1. <b class="b3">ῥώψ</b>, [[ῥάβδος]], [[ῥάμνος]]; also [[ῥάπτω]]. -- The word may well be Pre-Greek.
}}
}}

Revision as of 06:55, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥᾰπίζω Medium diacritics: ῥαπίζω Low diacritics: ραπίζω Capitals: ΡΑΠΙΖΩ
Transliteration A: rhapízō Transliteration B: rhapizō Transliteration C: rapizo Beta Code: r(api/zw

English (LSJ)

(ῥαπίς)

   A strike with a stick, cudgel, thrash, τινα Xenoph.7.4, Hippon.64 (Pass.), Hdt.7.35,223, D.25.57, LXX Jd.16.25, Plb.8.6.6, Phld.Ir.p.40 W.; τινὰ ῥάβδῳ Anacreont.29.2:—Pass., ῥ. ἐκ τῶν ἀγώνων to be flogged off the course, Heraclit.42, cf. Hdt.8.59: Ion. pf. part., ῥεραπισμένα νῶτα Anacr.166.    II slap in the face (later for Att. ἐπὶ κόρρης πατάξαι) , ἐπὶ κόρρης ῥ. (metaph.) Plu.2.713c; κατὰ κόρρης Ach.Tat.2.24; εἰς τὴν σιαγόνα Ev.Matt.5.39:—Pass., ῥαπισθῆναί τε καὶ πληγὰς λαβεῖν ἁπαλαῖσι χερσίν Timocl.22.5; ἐρραπίσθη τὴν γνάθον Hyp.Fr.97, cf. AB300; ῥαπίζειν distd. from κολαφίζειν, Ev.Matt.26.67.    III generally, strike, beat, [τὸν ἀέρα] Arist.de An.419b23:—Pass., Id.Mete.368a16, 370a14, Epicur.Fr.398.

German (Pape)

[Seite 834] mit dem Stock, mit der Ruthe schlagen, peitschen, τινά, Her. 7, 35. 8, 59; Plut. Them. 11; bes. aber nach B. A. 300, 10 ῥαπίσαι τὸ πατάξαι τὴν γνάθον ἀπλείστῳ (Bekk. verbessert ἀκλείστῳ) χειρί, οἷον τὸ ἐπὶ κόῤῥης, einen Backenst.eich, eine Ohrfeige geben; ῥαπισθῆναι, Timocles bei Ath. XIII, 571 a; Xenophan. bei D. L. 8, 36; ῥαπίσας, Dem. 25, 57; Pol. 8, 8, 6, Luc. öfter u. a. Sp., wie N. T. Andere Beispiele giebt noch Lob. Phryn. 176, Plut. Symp. 7, 8, 4 vrbdt ἐπ ὶ κόῤῥης ῥαπίζων; – ῥεραπισμένος νώτῳ Anacr. bei Schol. Od. 6, 59; übtr. ῥαπισθῆναι ἀέρος ψύξει, S. Emp. adv. eth. 96; vgl. Arist. meteor. 2, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ῥᾰπίζω: μέλλ. -ίσω, (ῥαπὶς) κτυπώ τινα διὰ ῥαβδίου, ῥαβδίζω, μαστιγῶ, δέρω, τινὰ Ξενοφάν. παρὰ Διογ. Λ. 8. 36, Ἱππῶναξ 54, Ἡρόδ. 7. 35, 223, Δημ. 787. 23· τινὰ ῥάβδῳ Ἀνακρεόντ. 32. 2. - Παθ., ἐκ τῶν ἀγώνων ἐκβάλλεσθαι καὶ ῥαπίζεσθαι Ἡράκλειτος παρὰ Διογ. Λ. 9. 1, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 56· πρκμ. μετ’ ἀναδιπλ. ῥεραπισμένῳ νώτῳ Ἀνακρ. 163. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 162, ἔνθα περὶ τοῦ πρκμ. ῥεραπισμένος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ζ. 59 (σ. 299 ἔκδ. Δινδ.). ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ῥαπίζω εἰς τὸ πρόσωπον, λέξις μεταγενεστέρ. ἀντὶ τοῦ Ἀττ. ἐπὶ κόρρης πατάξαι (Λοβέκ. εἰς Φρύν. 175), ἐπὶ κόρρης ῥαπ. Πλουτ. 2. 713C· κατὰ κόρρης Ἀχιλλ. Τάτ. 2. 24· ἐπὶ τὴν σιαγόνα Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 22. - Παθ., ῥαπισθῆναί τε καὶ πληγὰς λαβεῖν ἁπαλαῖσι χερσὶν Τιμοκλῆς ἐν «Μαραθωνίοις» 1. 5, πρβλ. Α. Β. 300, καὶ ἴδε ἐν λέξ. ῥάπισμα· τὸ ῥαπίζειν διακρίνεται ἀπὸ τοῦ κολαφίζειν ἐν τῷ κ. Ματθ. Εὐαγγελίῳ κζ΄, 67, καὶ ἐκολάφισαν αὐτόν· οἱ δὲ ἐρράπισαν. ΙΙΙ. καθόλου, τύπτω, κτυπῶ, πλήττω, τὸν ἀέρα Ἀριστ. π. Ψυχῆς 2. 8, 3. - Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 8, 33., 9. 17, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 11. 96·

French (Bailly abrégé)

impf. ἐρράπιζον, f. ῥαπίσω, ao. ἐρράπισα, pf. inus.
Pass. ao. ἐρραπίσθην, pf. ἐρράπισμαι ou ῥεράπισμαι;
1 frapper avec une baguette ou un bâton, acc.;
2 frapper en gén., particul. frapper à la figure.
Étymologie: ῥαπίς.

English (Strong)

from a derivative of a primary rhepo (to let fall, "rap"); to slap: smite (with the palm of the hand). Compare τύπτω.

Greek Monolingual

ῥαπίζω, ΝΜΑ
χτυπώ κάποιον με ανοιχτή την παλάμη του χεριού στο πρόσωπο, χαστουκίζω (α. «ὅστις σε ῥαπίσει ἐπὶ τὴν δεξιὰν σιαγόνα, στρέψον αύτῷ καὶ τὴν ἄλλην», ΚΔ
β. «ἐκολάφισαν αὐτὸν οἱ δὲ ἐρράπισαν», ΚΔ)
αρχ.
1. χτυπώ κάποιον με ραβδί ή μαστίγιο («ἔχοντες μάστιγας ἐρράπιζον πάντα ἄνδρα», Ηρόδ.)
2. χτυπώῥαπίζω τὸν ἀέρα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Δεν είναι δυνατόν να εξακριβωθεί αν το ρ. ῥαπίζω παράγεται από τον τ. ῥαπίς ή από κάποιο άλλο όν. (πιθ. ῥάψ, ῥαπή) ή, ακόμη, αν προέρχεται από κάποιον αρχαιότερο ρηματ. τύπο. Έχει προταθεί η σύνδεση του με τη λ. ῥάβδος(βλ. λ. ῥαπίς, ράβδος), καθώς και η αναγωγή του στη συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας του ρ. ῥέπω, οπότε το ρ. ρἁπίζω θα δήλωνε αρχικά την γρήγορη ή βιαστική κίνηση ενός ραβδιού, μιας βέργας ή του χεριού (βλ. και λ. ραπίς)].

Greek Monotonic

ῥᾰπίζω: μέλ. -ίσω (ῥαπίς
I. χτυπώ με ραβδί, ραβδίζω, ξυλοκοπώ, μαστιγώνω, δέρνω, σε Ηρόδ., Δημ.
II. χαστουκίζω, χτυπώ στο πρόσωπο, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ῥᾰπίζω: ударять, бить, колотить, сечь (τινά Her., Dem., Diog. L.; τινὰ ῥάβδῳ Anacr.): ἐπὶ κόρρης ῥ. Plut. бить по щеке; ῥαπιζόμενος ὁ ἀὴρ παντοδαποὺς ἀφίησι ψόφους Arst. сотрясаемый воздух издает разнообразные звуки.

Frisk Etymological English

-ομαι
Grammatical information: v.
Meaning: ἐπι- (also to reproach), to beat with a stick, a rod, by hand, pass. to be beaten (ΙΑ.).
Other forms: Aor. pass. ῥαπισθῆναι, act. ῥαπίσαι, perf. ptc. pass. ῥεραπισμένα.
Compounds: Rarely w. prefix, e.g. ἐπι- (also to reproach).
Derivatives: ῥάπ-ισμα n. stroke, slap in the face, box on the ears (Antiph., NT, Luc.), -ισμός m. id. (Corn., Sor.); ἐπιρράπ-ιξις f. reproach (Ion. Hist.), -ισμός id. (Plb.). -- Besides as 2. member -ραπις in χρυσό-ρραπις, voc. with a golden rod, surname of Hermes (Od., h. Merc., Pi.), ἐΰ-ρραπις (Ἐρμῆς) with a beautiful rod (Nonn.); ῥαπίς as simplex = ῥάβδος only H., Phot.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: As the simplex ῥαπίς may have been deduced from χρυσό-ρραπις and here -ις can be explained as compound-suffix (ἄν-αλκ-ις, ἵππ-ουρ-ις), the basis of ῥαπίζω is uncertain. It may come from a noun (*ῥάψ, *ῥαπ-ή v.t.), but it can also be tranformation of a primary verb; cf. the examples in Schwyzer 735 f. -- Formally ῥαπίζω could be a zero grade formation of ῥέπω, ῥόπαλον and would indicate, if deverbative, a sweeping movement (of a rod, the hand etc.). Further s. ῥέπω; vgl. 1. ῥώψ, ῥάβδος, ῥάμνος; also ῥάπτω. -- The word may well be Pre-Greek.