φιλόμαχος: Difference between revisions

From LSJ

Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses

Plato, Laws, 719c
(4b)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''φιλόμᾰχος:''' рвущийся в бой, воинственный Pind., Aesch.
|elrutext='''φιλόμᾰχος:''' рвущийся в бой, воинственный Pind., Aesch.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φῐλόμᾰχος, ον,<br />[[loving]] the [[fight]], [[warlike]], Aesch.
}}
}}

Revision as of 02:30, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόμᾰχος Medium diacritics: φιλόμαχος Low diacritics: φιλόμαχος Capitals: ΦΙΛΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: philómachos Transliteration B: philomachos Transliteration C: filomachos Beta Code: filo/maxos

English (LSJ)

(proparox.), ον,

   A loving the fight, warlike, Pi.Fr.164, A.Th.128 (lyr).; pugnacious, φίλερις καὶ φ. Phld.Piet.95, A.Ag.230 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1282] schlachtliebend, kriegerisch, Aesch. Ag. 222 Spt. 120.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόμαχος: ος, ὁ ἀγαπῶν τὰς μάχας, φιλοπόλεμος, Πινδ. Ἀποσπ. 142, Αἰσχύλ. Θήβ. 129, Ἀγ. 230.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime à combattre, belliqueux, batailleur.
Étymologie: φίλος, μάχη.

English (Slater)

φῐλόμᾰχος
   1 warlike φιλόμαχον γένος ἐκ Περσέος fr. 164.

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλόμαχος, -ον, ΝΜΑ
φιλοπόλεμος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο φιλόμαχος
ζωολ. γένος μεταναστευτικών αγελαίων χαραδριόμορφων πτηνών της οικογένειας σκολοπακίδες με μοναδικό το είδος Philomachus pugnax, που απαντά και στη χώρα μας ως χειμερινός επισκέπτης, γνωστό με την κοινή ονομασία μαχητής ή ψευτομαχητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μαχος (< μάχη, πρβλ. αξιό-μαχος].

Greek Monotonic

φῐλόμᾰχος: -ον, αυτός που αγαπά τη μάχη, πολεμοχαρής, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

φιλόμᾰχος: рвущийся в бой, воинственный Pind., Aesch.

Middle Liddell

φῐλόμᾰχος, ον,
loving the fight, warlike, Aesch.