ὠμογέρων: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(4b)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὠμογέρων:''' οντος adj. [[ὠμός]] 7] преждевременно состарившийся, безвременно увядший ([[βόστρυχος]] Anth.).<br />οντος ὁ [[ὠμός]] 2] здоровый и крепкий старик Hom., Anth.
|elrutext='''ὠμογέρων:''' οντος adj. [[ὠμός]] 7] преждевременно состарившийся, безвременно увядший ([[βόστρυχος]] Anth.).<br />οντος ὁ [[ὠμός]] 2] здоровый и крепкий старик Hom., Anth.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὠμο-[[γέρων]], οντος,<br />a [[fresh]], [[active]] old man, Il.
}}
}}

Revision as of 02:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠμογέρων Medium diacritics: ὠμογέρων Low diacritics: ωμογέρων Capitals: ΩΜΟΓΕΡΩΝ
Transliteration A: ōmogérōn Transliteration B: ōmogerōn Transliteration C: omogeron Beta Code: w)moge/rwn

English (LSJ)

οντος, ὁ, ἡ,

   A a fresh, active old man, Il.23.791, Megasth. ap. Arr.Ind.9.7 (pl.), AP7.363.9, Gal.6.379, cf. Hsch.    II one untimely old, as expl. of the Ep. ὠμὸν γῆρας (v. ὠμός 11.3), EM821.48: so as Adj., βόστρυχος ὠ. AP5.263 (Paul.Sil.).

Greek (Liddell-Scott)

ὠμογέρων: -οντος, ὁ, ὁ ἔτι ἀκμαῖος γέρων μὲν ἀλλὰ ζωηρὸς ἔτι, Ἰλ. Ψ. 791, Μεγασθ. ἐν Ἀρρ. Ἰνδ. 9. 7 (Ἀποσπ. 23 Μūller), Ἀνθ. Π. 7. 3631, Γαλην. 6. 379· ― πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλ. cruda viridisque senectus. II. ὁ προώρως γηράσας, μόνον παρὰ Γραμματ., ἕνεκα ἡμαρτημένης ἑρμηνείας τοῦ Ἐπικοῦ ὠμόν γῆρας (ἴδε ὠμὸς ΙΙ. 3)· ― ἀλλ’ ὡς ἐπίθ. ἔχει τὴν σημασίαν ταύτην, οἷον βόστρυχος ὠμ. Ἀνθ. Π. 5. 264. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὠμογέρων· οἱ μὲν τὸν ἀρξάμενον γηράσκειν, ἔτι δὲ ἰσχύοντα· οἱ δὲ τὸν μὴ λευκαινόμενον τὴν κεφαλὴν, ὄντα δὲ πρεσβύτην».

French (Bailly abrégé)

οντος (ὁ) :
1 vieillard encore vert;
2 vieux avant l’âge.
Étymologie: ὠμός, γέρων.

English (Autenrieth)

(ὠμός, cf. cruda senectus): fresh, vigorous old man, Il. 23.791†.

Greek Monolingual

-οντος, ὁ, ΜΑ
αυτός που έχει γεράσει πρόωρα
μσν.
ως επίθ. (για βοστρύχους) αυτός που έχει ασπρίσει πρόωρα
αρχ.
ακμαίος, ζωηρός γέροντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + γέρων.

Greek Monotonic

ὠμογέρων: -οντος, ὁ, ἡ, ακμαίος, δραστήριος γέρος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ὠμογέρων: οντος adj. ὠμός 7] преждевременно состарившийся, безвременно увядший (βόστρυχος Anth.).
οντος ὁ ὠμός 2] здоровый и крепкий старик Hom., Anth.

Middle Liddell

ὠμο-γέρων, οντος,
a fresh, active old man, Il.