ὠμογέρων: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὠμογέρων:''' οντος adj. [[ὠμός]] 7] преждевременно состарившийся, безвременно увядший ([[βόστρυχος]] Anth.).<br />οντος ὁ [[ὠμός]] 2] здоровый и крепкий старик Hom., Anth. | |elrutext='''ὠμογέρων:''' οντος adj. [[ὠμός]] 7] преждевременно состарившийся, безвременно увядший ([[βόστρυχος]] Anth.).<br />οντος ὁ [[ὠμός]] 2] здоровый и крепкий старик Hom., Anth. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ὠμο-[[γέρων]], οντος,<br />a [[fresh]], [[active]] old man, Il. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:50, 10 January 2019
English (LSJ)
οντος, ὁ, ἡ,
A a fresh, active old man, Il.23.791, Megasth. ap. Arr.Ind.9.7 (pl.), AP7.363.9, Gal.6.379, cf. Hsch. II one untimely old, as expl. of the Ep. ὠμὸν γῆρας (v. ὠμός 11.3), EM821.48: so as Adj., βόστρυχος ὠ. AP5.263 (Paul.Sil.).
Greek (Liddell-Scott)
ὠμογέρων: -οντος, ὁ, ὁ ἔτι ἀκμαῖος γέρων μὲν ἀλλὰ ζωηρὸς ἔτι, Ἰλ. Ψ. 791, Μεγασθ. ἐν Ἀρρ. Ἰνδ. 9. 7 (Ἀποσπ. 23 Μūller), Ἀνθ. Π. 7. 3631, Γαλην. 6. 379· ― πρβλ. τὸ τοῦ Οὐεργιλ. cruda viridisque senectus. II. ὁ προώρως γηράσας, μόνον παρὰ Γραμματ., ἕνεκα ἡμαρτημένης ἑρμηνείας τοῦ Ἐπικοῦ ὠμόν γῆρας (ἴδε ὠμὸς ΙΙ. 3)· ― ἀλλ’ ὡς ἐπίθ. ἔχει τὴν σημασίαν ταύτην, οἷον βόστρυχος ὠμ. Ἀνθ. Π. 5. 264. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὠμογέρων· οἱ μὲν τὸν ἀρξάμενον γηράσκειν, ἔτι δὲ ἰσχύοντα· οἱ δὲ τὸν μὴ λευκαινόμενον τὴν κεφαλὴν, ὄντα δὲ πρεσβύτην».
French (Bailly abrégé)
οντος (ὁ) :
1 vieillard encore vert;
2 vieux avant l’âge.
Étymologie: ὠμός, γέρων.
English (Autenrieth)
(ὠμός, cf. cruda senectus): fresh, vigorous old man, Il. 23.791†.
Greek Monolingual
-οντος, ὁ, ΜΑ
αυτός που έχει γεράσει πρόωρα
μσν.
ως επίθ. (για βοστρύχους) αυτός που έχει ασπρίσει πρόωρα
αρχ.
ακμαίος, ζωηρός γέροντας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + γέρων.
Greek Monotonic
ὠμογέρων: -οντος, ὁ, ἡ, ακμαίος, δραστήριος γέρος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὠμογέρων: οντος adj. ὠμός 7] преждевременно состарившийся, безвременно увядший (βόστρυχος Anth.).
οντος ὁ ὠμός 2] здоровый и крепкий старик Hom., Anth.