κουρεῖον: Difference between revisions

From LSJ

χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.

Source
(nl)
(1ba)
Line 24: Line 24:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κουρεῖον -ου, τό [κουρεύς] kapperszaak (vaak als ontmoetingsplaats).
|elnltext=κουρεῖον -ου, τό [κουρεύς] kapperszaak (vaak als ontmoetingsplaats).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κουρεῖον]], ου, τό, [[κουρεύς]]<br />a [[barber]]'s [[shop]], Ar.
}}
}}

Revision as of 03:05, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουρεῖον Medium diacritics: κουρεῖον Low diacritics: κουρείον Capitals: ΚΟΥΡΕΙΟΝ
Transliteration A: koureîon Transliteration B: koureion Transliteration C: koureion Beta Code: kourei=on

English (LSJ)

τό, (κουρά)

   A barber's shop, the lounging-place where news and scandal were picked up, καί τοι λόγος γ' ἦν . . πολὺς ἐπὶ τοῖσι κουρείοισι τῶν καθημένων Ar.Pl.338, cf. Av.1441; πόλλ' ἔμαθον ἐν τοῖσι κ. ἐγὼ ἀτόπως καθίζων κοὐδὲ γιγνώσκειν δοκῶν Eup.180, cf. Lys.24.20, D.25.52, AP6.307 (Phan.), Sammelb.6762.2 (iii B. C.); εἰς κ. 'to my barber's bill', Lys.32.20 (v.l.); ἐν κουρείοις ἢ μυροπωλίοις Phld.Ir. p.47 W.    II κούρειον, proparox. (Hdn.Gr.1.372), victim offered for boys and feasted on by the φράτερες at the feast κουρεῶτις, S.Fr. 126, Is.6.22 (κούριον codd.), IG22.1237.28, Inscr.Prien.362.13 (iv B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

κουρεῖον: τό, (κουρὰ) ἐργαστήριον κουρέως, ἔνθα συνηντῶντο οἱ φλύαροι καὶ ἐμάνθανον καὶ διέδιδον πᾶν ὅ,τι σκανδαλῶδες νέον, καὶ τοι λόγος γ’ ἦν... πολὺς ἐπὶ τοῖσι κουρείοισι τῶν καθημένων Ἀριστοφ. Πλ. 338, πρβλ. Ὄρν. 1441· πόλλ’ ἔμαθον ἐν τοῖσι κουρείοις ἐγὼ ἀτόπως καθίζων κοὐδὲ γιγνώσκειν δοκῶν Εὔπολ. ἐν «Μαρικᾷ» 3, πρβλ. Λυσίαν 170. 8· εἰς κ., εἰς λογαριασμὸν τοῦ κουρέως μου, ὁ αὐτ. ἐν 905. 6. ΙΙ. κούρειον, προπαροξ., τὸ πρόβατον ἢ ὁ ἀμνὸς ὃν ἔθυον καὶ ἐν συμποσίῳ ἤσθιον οἱ φράτερες κατὰ τὴν ἑορτὴν ἥτις ἐκαλεῖτο κουρεῶτις, ἴδε Σοφ. Ἀποσπ. 132, Ἰσαῖ. 58. 30 (ἔνθα ἡμαρτημένως φέρεται κούριον)· πρβλ. μεῖον ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
boutique de barbier.
Étymologie: κουρεύς.

Greek Monotonic

κουρεῖον: τό (κουρεύς), κουρείο, κατάστημα κουρέα, μπαρμπέρικο, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κουρεῖον: τό цирюльня Lys., Dem., Plut.: λόγος ἦν ἐπὶ τοῖσι κουρείοισι τῶν καθημένων Arph. шли толки среди посетителей цирюлен (цирюльни служили местами сборищ праздных горожан).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κουρεῖον -ου, τό [κουρεύς] kapperszaak (vaak als ontmoetingsplaats).

Middle Liddell

κουρεῖον, ου, τό, κουρεύς
a barber's shop, Ar.