χορηγεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
m (Text replacement - "''' τό<b class="num">1)" to "''' τό<br /><b class="num">1)")
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''χορηγεῖον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> хорегей (место или помещение для хороводных репетиций) Dem.;<br /><b class="num">2)</b> Polyb. v. l. = [[χορήγιον]].
|elrutext='''χορηγεῖον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> хорегей (место или помещение для хороводных репетиций) Dem.;<br /><b class="num">2)</b> Polyb. v. l. = [[χορήγιον]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[χορηγεῖον]], ου, τό,<br /><b class="num">I.</b> the [[place]] in [[which]] a [[chorus]] was [[trained]], [[their]] [[dancing]]-[[school]], Dem.<br /><b class="num">II.</b> in pl. χορηγεῖα or χορήγια, ων, τά, [[supplies]] for an [[army]], Lat. [[commeatus]], Polyb.; cf. [[χορηγία]] II. 2.
}}
}}

Revision as of 02:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χορηγεῖον Medium diacritics: χορηγεῖον Low diacritics: χορηγείον Capitals: ΧΟΡΗΓΕΙΟΝ
Transliteration A: chorēgeîon Transliteration B: chorēgeion Transliteration C: chorigeion Beta Code: xorhgei=on

English (LSJ)

τό,

   A = χορήγιον, the school in which a chorus was trained for public performance, Phryn.PSp.126 B.    2 generally, school, Epich.13,104.    II treasury, revenue, τὸ Διονυσίου χ. Aristox. Fr.Hist.15.

German (Pape)

[Seite 1365] τό, = χορήγιον; Ath. X, 456 e; Phryn. in B. A. 82.

Greek (Liddell-Scott)

χορηγεῖον: τό, ὁ τόπος ἐν ᾧ ἐδιδάσκοντο οἱ χορευταὶ ὅπως λάβωσι μέρος εἰς τὴν δημοσίᾳ γεινομένην παράστασιν, χοροδιδασκαλεῖον, Δημ. 403. 22, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 106, Α. Β. 72. 2) καθόλου, Σχολεῖον, Πολυδ. Θ΄, 42. ΙΙ. ἐν τῷ πληθ., τὰ ἐπιτήδεια στρατεύματος, Λατ. commeatus, Πολύβ. 1. 17, 5., 18, 5, κ. ἀλλ. ΙΙΙ. ταμεῖον, Ἀθήν. 546Α. -Τὰ Ἀντίγραφα ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἔχουσι χορήγιον, καὶ ἐπὶ τῆς σημασίας ΙΙ ἴσως αὕτη εἶναι ἡ ὀρθὴ γραφή.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
1 lieu où le chœur s’habillait et s’exerçait;
2 magasin d’habillements et de décors;
3 approvisionnement pour une armée au pl.
Étymologie: χορηγός.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. χοραγεῑον, τὸ, Α
1. χώρος όπου ο χορηγός συγκέντρωνε τους χορευτές και τους ηθοποιούς για να διδαχθούν από τον χοροδιδάσκαλο τους ρόλους τους
2. (γενικά) σχολείο, διδασκαλείο
3. ταμείο, θησαυροφυλάκιο
4. στον πληθ. τά χορηγεῑα
τα απαραίτητα για την συντήρηση ενός στρατεύματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορηγός + κατάλ. -εῖον (πρβλ. ναυπηγ-εῖον)].

Greek Monotonic

χορηγεῖον: τό,
I. τόπος στον οποίο εκπαιδεύεται ο χορός, σχολή χορού, χοροδιδασκαλείο, σε Δημ.
II. σε πληθ., χορηγεῖα ή χορήγια, τά, προμήθειες στρατεύματος, Λατ. commeatus, σε Πολύβ.· πρβλ. χορηγία II. 2.

Russian (Dvoretsky)

χορηγεῖον: τό
1) хорегей (место или помещение для хороводных репетиций) Dem.;
2) Polyb. v. l. = χορήγιον.

Middle Liddell

χορηγεῖον, ου, τό,
I. the place in which a chorus was trained, their dancing-school, Dem.
II. in pl. χορηγεῖα or χορήγια, ων, τά, supplies for an army, Lat. commeatus, Polyb.; cf. χορηγία II. 2.