καματώδης: Difference between revisions
(1ab) |
m (LSJ2 replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ2 | |||
|Full diacritics=καματώδης | |||
|Medium diacritics=καματώδης | |||
|Low diacritics=καματώδης | |||
|Capitals=ΚΑΜΑΤΩΔΗΣ | |||
|Transliteration A=kamatṓdēs | |||
|Transliteration B=kamatōdēs | |||
|Transliteration C=kamatodis | |||
|Beta Code=kamatw/dhs | |||
|Definition=ες, [[toilsome]], [[wearisome]], [[θέρεος]] [[καματώδεος]] [[ὥρῃ]] Hes. ''Op.'' 584; [[πλαγαί]], [[μέριμναι]], Pi. ''N.'' 3.17, ''Fr.'' 218.1; [[καματωδέστερος]] Thphr. ''Lass.'' 13. | |||
}} | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1316.png Seite 1316]] ες, ermattend, erschöpfend; θέρεος καματώδεος ὥρη Hes. O. 582; καματωδέων πλαγᾶν [[ἄκος]] Pind. N. 3, 17; μέριμναι frg. 239. Auch im compar., bei Theophr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1316.png Seite 1316]] ες, ermattend, erschöpfend; θέρεος καματώδεος ὥρη Hes. O. 582; καματωδέων πλαγᾶν [[ἄκος]] Pind. N. 3, 17; μέριμναι frg. 239. Auch im compar., bei Theophr. | ||
Line 21: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=καματώδης -ες [κάματος] afmattend. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κᾰμᾰτ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[toilsome]], [[wearisome]], Hes., Pind. | |mdlsjtxt=κᾰμᾰτ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[toilsome]], [[wearisome]], Hes., Pind. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:58, 31 January 2021
English (LSJ)
ες, toilsome, wearisome, θέρεος καματώδεος ὥρῃ Hes. Op. 584; πλαγαί, μέριμναι, Pi. N. 3.17, Fr. 218.1; καματωδέστερος Thphr. Lass. 13.
German (Pape)
[Seite 1316] ες, ermattend, erschöpfend; θέρεος καματώδεος ὥρη Hes. O. 582; καματωδέων πλαγᾶν ἄκος Pind. N. 3, 17; μέριμναι frg. 239. Auch im compar., bei Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) κοπώδης, ὀχληρός, θέρεος καματώδεος ὥρῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 582· πλαγαί, μέριμναι Πινδ. Ν. 3. 28, Ἀποσπ. 239· καματωδέστερος Θεοφρ. Ἀποσπ. 7 § 13.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui fatigue, qui épuise, pénible.
Étymologie: κάματος, -ωδης.
English (Slater)
καματώδης
1 fatiguing καματωδέων δὲ πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει (N. 3.17) ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι fr. 124. 5.
Greek Monolingual
(I)
καματώδης, -ῶδες (Μ)
υπερβολικά ζεστός, καυτερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καυματώδης (< καῦμα < καίω) με απλοποίηση του συμφων. συμπλέγμ. -vm- σε -m-].
(II)
καματώδης, -ες (Α)
επίπονος, κοπιαστικός, οχληρός (α. «θέρεος καματώδεος», Ησίοδ.
β. «καματώδεις μέριμναι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + -ώδης].
Greek Monotonic
κᾰματώδης: -ες (εἶδος), κουραστικός, κοπιώδης, σε Ησίοδ., Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰμᾰτώδης: томительный, изнурительный, мучительный (θέρος Hes.; πλαγαί Pind.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καματώδης -ες [κάματος] afmattend.