ἐνδυτός: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
(1ab)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐνδῠτός:''' <b class="num">1)</b> одетый, увенчанный (στέμμασι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> надетый (ἐσθήματα Aesch.).
|elrutext='''ἐνδῠτός:'''<br /><b class="num">1)</b> одетый, увенчанный (στέμμασι Eur.);<br /><b class="num">2)</b> надетый (ἐσθήματα Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐνδῠτός, όν <i>adj</i> [from [[ἐνδύω]]<br /><b class="num">I.</b> put on, Aesch., Eur.<br /><b class="num">2.</b> ἔνδυτον (sc. ἔσθημἀ, a [[garment]], [[dress]], Eur.:—metaph., ἐνδ. σαρκός, i. e. one's [[skin]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> clad in, [[covered]] with, στέμμασιν Eur.
|mdlsjtxt=ἐνδῠτός, όν <i>adj</i> [from [[ἐνδύω]]<br /><b class="num">I.</b> put on, Aesch., Eur.<br /><b class="num">2.</b> ἔνδυτον (sc. ἔσθημἀ, a [[garment]], [[dress]], Eur.:—metaph., ἐνδ. σαρκός, i. e. one's [[skin]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> clad in, [[covered]] with, στέμμασιν Eur.
}}
}}

Revision as of 12:00, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδῠτός Medium diacritics: ἐνδυτός Low diacritics: ενδυτός Capitals: ΕΝΔΥΤΟΣ
Transliteration A: endytós Transliteration B: endytos Transliteration C: endytos Beta Code: e)nduto/s

English (LSJ)

όν,

   A put on, ἐσθήματα A.Eu.1028 codd.; στέφη E.Tr.257 (anap.); στολαί Antiph.36.    2 ἐνδυτόν (sc. ἔσθημα). τό, garment, dress, Simon.179.10, Call.Ap.32, dub. in Herod.8.65; ἐ, νεβρίδων a dress of fawn-skin, E.Ba.111 (lyr.), cf. 138 (lyr.); ὅπλων ἐνδυτά Id.IA 1073 (lyr.): metaph., ἐ. σαρκός the skin, Id.Ba.746; τοὐνδυτὸν τῆς κοιλίας Alex.98.14.    II clad in, covered, στέμμασιν E.Ion224 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδῠτός: -όν, ὃν ἐνδύεταί τις, ἐσθήματα Αίσχύλ. Εὐμ. 1028· στέφη Εὐρ. Τρῳ. 258· ἐνδύτοις στολαῖσι Ἀντιφάν. ἐν «Ἀντείᾳ» 3. 2) ἐνδυτὸν (ἐνν. ἔσθημα), τὸ ἔνδυμα, ἐσθής, Σιμωνίδ. (;) 191· στικτῶν ἐνδυτὰ νεβρίδων, ἐνδύματα ἐκ δέρματος μικρᾶς ἐλάφου, Εὐρ. Βάκχ. 111· νεβρίδος ἔχων ἱερὸν ἐνδυτὸν αὐτόθι 138 ὅπλων ἐνδυτὰ ὁ αὐτὸς Ι. Α. 1073: - περιφραστ., σαρκῶς ἐνδυτά, ἀντὶ σάρκες (κατὰ τὸν Elmsley), ὁ αὐτ. Βάκχ. 746· τοὔνδυτον τῆς κοιλίας Ἄλεξις ἐν «Ἰσοστασίῳ» 1. 14. ΙΙ. ἐνδεδυμένος, κεκαλυμμένος, στέμμασιν Εὐρ. Ἴων 224.

French (Bailly abrégé)

ός ou ή, όν :
qu’on a revêtu (vêtement, robe, etc.) : ὅπλων ἐνδυτά EUR armure qui enveloppe le corps.
Étymologie: adj. verb. de ἐνδύω.

Spanish (DGE)

(ἐνδῠτός) -όν

• Alolema(s): ἔνδυτ- Herod.8.65
I 1cubierto de στέμμασί γ' ἐ. ref. ὀμφαλός del templo de Apolo, E.Io 224.
2 de ropa o complementos puesto, ceñido en ocasiones especiales o por personajes fuera de lo común φοινικόβαπτα ἐνδυτὰ ἐσθήματα A.Eu.1028, στέφεα E.Tr.257, στολαί Antiph.38.1
ajustado σχῆμα ... ἐνδυτοῦ θώρακος I.BI 5.233.
II subst. τὸ ἐνδυτόν prenda de vestir, vestido ἐ. νεβρίδων vestido de piel de cervatillo E.Ba.111, cf. 138, περὶ σώματι χρυσέων ὅπλων ... κεκορυθμένος ἐνδυτά provisto de vestidos de armas de oro en torno a su cuerpo E.IA 1073, cf. Call.Ap.32, οἵδε φθιμένων ἔνδυτ' ἔχοντες ... παῖδες he aquí sus hijos con los vestidos de los muertos, e.e., con ropa de luto E.HF 443, cf. IG 12(6).261.37 (Samos IV a.C.), AP 6.217 (Simon.), τοὔνδυτον τῆς κοιλίας Alex.103.14, Herod.l.c., SB 14203.3 (V/VI d.C.)
fig. σαρκὸς ἐνδυτά piel E.Ba.746, βαθυρρήνοιο τάπητος ἐ. el vestido de la blanda alfombra, AP 6.250 (Antiphil.).

Greek Monolingual

-ή (AM ἐνδυτός, -όν)
το θηλ. ως ουσ. ἡ ἐνδυτή
κάλυμμα της Αγίας Τραπέζης
αρχ.
1. αυτός που χρησιμεύει ως ένδυμα
2. φρ. «ἐνδυτός στέμμασιν» — σκεπασμένος με στεφάνια
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐνδυτόν
α) εσθήτα
β) το δέρμα («σαρκὸς ἐνδυτά», Βακχυλ.).

Greek Monotonic

ἐνδῠτός: -όν,
I. 1. αυτός που φοριέται από κάποιον, σε Αισχύλ., Ευρ.
2. ἐνδυτόν (ενν. ἔσθημα), τό, ένδυμα, ρούχο, φόρεμα, στον ίδ.· μεταφ., ἐνδ.σαρκός, δηλ. το δέρμα κάποιου, στον ίδ.
II. ντυμένος, καλυμμένος με, στέμμασιν, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδῠτός:
1) одетый, увенчанный (στέμμασι Eur.);
2) надетый (ἐσθήματα Aesch.).

Middle Liddell

ἐνδῠτός, όν adj [from ἐνδύω
I. put on, Aesch., Eur.
2. ἔνδυτον (sc. ἔσθημἀ, a garment, dress, Eur.:—metaph., ἐνδ. σαρκός, i. e. one's skin, Eur.
II. clad in, covered with, στέμμασιν Eur.