μιαρία: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(1ba) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=miaria | |Transliteration C=miaria | ||
|Beta Code=miari/a | |Beta Code=miari/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[brutality]], <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>7.3.6</span>, <span class="bibl">Is.5.11</span>, <span class="bibl">D.29.4</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[defilement]], esp. [[bloodguiltiness]], <span class="bibl">Antipho 2.3.1</span>, <span class="bibl">3.3.12</span>; τὴν αὑτοῦ μ. εἰς ὑμᾶς αὐτοὺς ἐκτρέψαι <span class="bibl">Id.2.3.9</span>:—condemned by Phryn.323.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:20, 28 June 2020
English (LSJ)
ἡ,
A brutality, X.HG7.3.6, Is.5.11, D.29.4. II defilement, esp. bloodguiltiness, Antipho 2.3.1, 3.3.12; τὴν αὑτοῦ μ. εἰς ὑμᾶς αὐτοὺς ἐκτρέψαι Id.2.3.9:—condemned by Phryn.323.
German (Pape)
[Seite 182] ἡ, das Wesen od. die Handlungsweise eines μιαρός, Schlechtigkeit, Verbrechen, bes. Mord, Blutschuld, von Phryn. p. 343 (vgl. B. A. 108) verworfen; Antiph. 2 γ 1; Is. 5, 11; περὶ τῆς αἰσχροκερδίας καὶ μιαρίας, Dem. 29, 4; Xen. Hell. 5, 3, 6 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
μιᾰρία: ἡ, ὁ χαρακτήρ ἢ διαγωγὴ τοῦ μιαροῦ, ἀχρειότης, τὸ κτηνῶδες τῆς φύσεώς τινος, Ξεν. Ἑλλ. 7. 3, 6, Ἰσαῖ. 51. 32, Δημ. 845. 23. ΙΙ. = μίασμα, μόλυσμα, ἰδίως μίασμα ἐκ φόνου, Ἀντιφῶν 118. 2., 124. 2, κτλ.· μ. ὑπέρ τινος ὁ αὐτ. 119. 3· - ὁ Φρύνιχ. ἀποδοκιμάζει τὴν λέξιν λέγων ὅτι εἶναι ἀδόκιμος, σ. 343 Λοβ.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
impureté, perversité, scélératesse.
Étymologie: μιαρός.
Greek Monolingual
η (Α μιαρία) μιαρός
ο χαρακτήρας και η διαγωγή του μιαρού, αχρειότητα, μιαρότητα
αρχ.
μίασμα, μόλυσμα, ιδίως από φόνο.
Greek Monotonic
μιᾰρία: ἡ, (μιαρός), κτηνωδία, σε Ξεν., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
μιᾰρία: ἡ порочность, преступность, мерзостность (αἰσχροκερδία καὶ μ. Dem.).