πάντοτε: Difference between revisions
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
(1ba) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και πάντοτες / [[πάντοτε]], Μ και [[πάμποτε]], ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> σε [[κάθε]] [[στιγμή]], [[συνεχώς]], αδιαλείπτως («[[πάντοτε]] δὸς ἡμῑν τὸν ἄρτον | |mltxt=και πάντοτες / [[πάντοτε]], Μ και [[πάμποτε]], ΝΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> σε [[κάθε]] [[στιγμή]], [[συνεχώς]], αδιαλείπτως («[[πάντοτε]] δὸς ἡμῑν τὸν ἄρτον τοῦτον», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br />σε οποιαδήποτε [[περίσταση]], σε οποιαδήποτε [[στιγμή]] («θα [[είμαι]] [[πάντοτε]] στη [[διάθεση]] σας»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πᾶς</i>, <i>παντός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τε</i> (<b>πρβλ.</b> <i>ότε</i>, <i>πό</i>-<i>τε</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:00, 15 February 2019
English (LSJ)
Adv.
A always, Philem.187, Arist.EN1166a28, Men.Mon. 324, 720; twice in LXX, Wi.11.21, 19.18, cf. BGU1123.8 (i B. C.), Ev.Matt.26.11, al., IG3.1362, 7.2713, D.Chr.32.37, etc.: condemned by the Atticists, who recommend διαπαντός or ἑκάστοτε, Phryn.82, Moer.p.319 P.
German (Pape)
[Seite 465] zu aller Zeit, immer (πότε), Sp., wie S. Emp. adv. rhett. 58, von den Atticisten verworfen, s. Phryn. 103 u. Beispiele bei Sturz dial. maced. p. 188.
Greek (Liddell-Scott)
πάντοτε: ἐπίρρ., ὡς καὶ νῦν, ἀεί, Φιλήμων ἐν Ἀδήλ. 84, Μενανδρ. ἐν Μονοστίχ. 324, 720, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 2, 4, καὶ σύνηθες παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Διον. Ἁλ., Κ. Δ., κτλ.· ἀποδοκιμάζεται ὑπὸ τῶν ἀττικιζόντων, οἵτινες συνιστῶσι τὸ διαπαντὸς ἢ ἑκάστοτε, Φρύνιχ. 103, Μοῖρ. 319, Θωμᾶς Μάγιστρ. 678.
French (Bailly abrégé)
adv.
en tout temps, toujours.
Étymologie: πᾶν, τότε.
English (Strong)
from πᾶς and ὅτε; every when, i.e. at all times: alway(-s), ever(-more).
English (Thayer)
(πᾶς), adverb (for which the Atticists tell us that the better Greek writings used ἑκάστοτε; cf. Sturz, De dial. Maced. et Alex., p. 187f; (Winer s Grammar, 26 (25))), at all times, always, ever: st); L marginal reading); Josephus, Dionysius, Halicarnassus, Plutarch, Herodian, 3,9, 13 (7 edition, Bekker)); Artemidorus Daldianus, oneir. 4,20; Athen., (Diogenes Laërtius)
Greek Monolingual
και πάντοτες / πάντοτε, Μ και πάμποτε, ΝΜΑ
επίρρ. σε κάθε στιγμή, συνεχώς, αδιαλείπτως («πάντοτε δὸς ἡμῑν τὸν ἄρτον τοῦτον», ΚΔ)
νεοελλ.
σε οποιαδήποτε περίσταση, σε οποιαδήποτε στιγμή («θα είμαι πάντοτε στη διάθεση σας»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + -τε (πρβλ. ότε, πό-τε)].
Greek Monotonic
πάντοτε: (πᾶς), επίρρ., όλες τις φορές, πάντα, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάντοτε [πᾶς, τοτε] adv., altijd.
Russian (Dvoretsky)
πάντοτε: adv. всегда, постоянно Men., Arst. etc.
Middle Liddell
[πᾶς]
adv. at all times, always, NTest.