εὐναιετάων: Difference between revisions
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
(1ab) |
|||
Line 15: | Line 15: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐναιετάων:''' ουσα, ον<br /><b class="num">1)</b> удобный для жилья, благоустроенный или уютный (δόμοι, μέγαρα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> хорошо населенный, многолюдный ([[πόλις]] Hom.). | |elrutext='''εὐναιετάων:''' ουσα, ον<br /><b class="num">1)</b> [[удобный для жилья]], [[благоустроенный или уютный]] (δόμοι, μέγαρα Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[хорошо населенный]], [[многолюдный]] ([[πόλις]] Hom.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ναιετάω]]<br />well-[[situated]], of cities and houses, Hom.:—so also εὐ-ναιόμενος, Il. | |mdlsjtxt=[[ναιετάω]]<br />well-[[situated]], of cities and houses, Hom.:—so also εὐ-ναιόμενος, Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 19 August 2022
German (Pape)
[Seite 1082] ουσα, ον, gut zu bewohnen, Hom. πόλις, δόμοι, μέγαρα.
Greek (Liddell-Scott)
εὐναιετάων: -ουσα, -ον, καλῶς τοποθετημένος, καλῶς κατῳκημένος, Ὁμηρικ. ἐπίθ. τῶν λέξεων πόλις, δόμοι, μέγαρα· οὕτω καὶ εὐναιόμενος, η, ον, ἐν τῇ Ἰλ…, ὡς ἐπίθ. τοῦ πόλις ἢ πτολίεθρον ὡσαύτως, ἐν Βουδείῳ εὐν. Ἰλ. Π. 572· ἐς Σιδονίην εὐν. Ὀδ. Ν. 285. - Δεν ὑπάρχει ῥῆμα εὐναίομαι ἢ εὐναιετάω, δι’ ὃ ἐν ταῖς νεωτέραις καὶ ἀρίσταις ἐκδόσεσι γράφεται διηρημένως, εὖ ναιετάων, εὖ ναιόμενος, ἀλλὰ πρβλ. Splitzn ἐν Ἰλ. Α. 164.
French (Bailly abrégé)
οντος;
bien situé.
Étymologie: εὖ, ναιετάω.
English (Autenrieth)
see ναιετάω.
Greek Monotonic
εὐναιετάων: -ουσα, -ον (ναιετάω), καλά τοποθετημένος, αυτός που βρίσκεται σε καλή τοποθεσία, λέγεται για πόλεις και σπίτια, σε Όμηρ.· ομοίως επίσης, εὐ-ναιόμενος, -η, -ον, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
εὐναιετάων: ουσα, ον
1) удобный для жилья, благоустроенный или уютный (δόμοι, μέγαρα Hom.);
2) хорошо населенный, многолюдный (πόλις Hom.).
Middle Liddell
ναιετάω
well-situated, of cities and houses, Hom.:—so also εὐ-ναιόμενος, Il.