βάσιμος: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(1a) |
(nl) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[βαίνω]]<br />[[passable]], [[accessible]], Dem., Plut. | |mdlsjtxt=[[βαίνω]]<br />[[passable]], [[accessible]], Dem., Plut. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βάσιμος]] -ον [[βάσις]] begaanbaar, toegankelijk. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:05, 10 January 2019
English (LSJ)
[ᾰ], ον, (βαίνω)
A passable, accessible, D.S.5.44,al. (dub. sens. in Tim.Pers.65); τόποι S.E.M.1.78: metaph. of a rhetorical τόπος, D.25.76, cf. D.S.23.15, al.; χρόνος ἱστορίᾳ β. Plu.Thes.1. II fixed, stable, Eustr. in EN98.3.
German (Pape)
[Seite 437] gangbar, zugänglich, wo man fest fußen kann, τόπος τινί Dem. 25, 76; χρόνος ἱστορίᾳ β. Plut. Thes. 1.
Greek (Liddell-Scott)
βάσιμος: [ᾰ], -ον, (βαίνω) ὃν δύναταί τις νὰ διαβῇ, βατός, προσιτός, Δημ. 763. 5· χρόνος ἱστορίᾳ βας. Πλούτ. Θησ. 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où l’on peut marcher, accessible.
Étymologie: βαίνω.
Spanish (DGE)
-ον
I 1de lugares accesible, practicable Tim.15.57, ὁδοὶ πᾶσαι Ph.1.297, γῆ Sitz.Wien.265(1).1969.14.100 (Lidia I d.C.), πεδιάς Aristid.Quint.59.13, χῶρος Aristid.Or.39.6, τόποι S.E.M.1.78, τὸ ἄδυτον Clem.Al.Strom.5.6.34
•c. dat. γῆ καὶ θάλασσα ... ἀνθρώποις I.AI 3.123, τόπος ... ἀνθρώπῳ D.S.5.44, πέτρα ... τοῖς πτηνοῖς Polyaen.4.3.29, ref. a Atenas ποῖος γὰρ τόπος τοῖς ξένοις β. εἰς παιδείαν; D.S.13.27
•subst. τὸ β. practicabilidad de un terreno, Hld.2.3.2.
2 fig., de abstr. viable, posible c. dat. τούτῳ δ' οὐδέν'... τῶν τόπων ... βάσιμον ref. al τόπος ret., D.25.76, cf. Eun.VS 489, πάντα γὰρ τῇ συνέσει βάσιμα D.S.23.15.10, ἔρωτι δὲ ἄρα πάντα βάσιμα Longus 3.5.4, βάσιμον ἱστορίᾳ ... χρόνον época viable para una investigación histórica Plu.Thes.1, αὐτῇ τὸ χρῆμα ref. al embarazo de Sara, Cyr.Al.M.72.113C, βάσιμον τῷ εὐδαίμονι τὸ μακάριον Eustr.in EN 98.3.
II firme, seguro, estable Hsch.
Greek Monotonic
βάσῐμος: [ᾰ], -ον (βαίνω), προσβάσιμος, προσιτός, σε Δημ., Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
βάσῐμος: (ᾰ) проходимый, доступный (τόποι Dem., Plut., Diod.; β. ἱστορία χρόνος Plut.).
Middle Liddell
βαίνω
passable, accessible, Dem., Plut.