διώνυμος: Difference between revisions
οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
(1ab) |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dionymos | |Transliteration C=dionymos | ||
|Beta Code=diw/numos | |Beta Code=diw/numos | ||
|Definition=ον, (δίς, ὄνυμα, ὄνομα) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">with two names</b>, <span class="bibl">D.T.636.11</span> (s. v. l.); or, of two persons, | |Definition=ον, (δίς, ὄνυμα, ὄνομα) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">with two names</b>, <span class="bibl">D.T.636.11</span> (s. v. l.); or, of two persons, [[named together]], θεαί <span class="bibl">E.<span class="title">Ph.</span>683</span> (lyr.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> (διά) <b class="b2">far-famed</b>, εὐτυχία <span class="bibl">Plu.<span class="title">Tim.</span>30</span>; στρατηγός <span class="bibl">App.<span class="title">BC</span>4.54</span>; χῶρος <span class="bibl">J.<span class="title">BJ</span> 5.1.3</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:47, 30 June 2020
English (LSJ)
ον, (δίς, ὄνυμα, ὄνομα)
A with two names, D.T.636.11 (s. v. l.); or, of two persons, named together, θεαί E.Ph.683 (lyr.). II (διά) far-famed, εὐτυχία Plu.Tim.30; στρατηγός App.BC4.54; χῶρος J.BJ 5.1.3.
Greek (Liddell-Scott)
διώνῠμος: -ον, (δίς, ὄνυμα, ὄνομα) ἔχων δύο ὀνόματα ἢ ἐπὶ δύο προσώπων ὁμοῦ ὀνομασθέντων, Εὐρ. Φοιν. 683. ΙΙ. (διὰ) διάσημος, περίφημος, Πλούτ. Τιμολ. 30, Ἀππ. Ἐμφυλ. 4. 54.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont le nom se répand au loin, fameux, renommé.
Étymologie: διά, ὄνομα.
Spanish (DGE)
(διώνῠμος) -ον
1 nombrado emparejado θεαί de Perséfone y Deméter, E.Ph.683.
2 de dos nombres διώνυμός εἰμι IMEG 21.11, cf. 9 (II d.C.), Sch.Er.Il.15.336c, Nonn.Par.Eu.Io.11.16, en disputas religiosas, Ath.Al.M.26.480A
•de fórmulas onomásticas romanas πόθεν διώνυμοι καὶ τριώνυμοι οἱ ἀρχαῖοι ἐχρημάτιζον Lyd.Mag.p.4.27, cf. 1.21 tít.
•gram. que tiene doble denominación A.D.Pron.4.11, Eust.351.25, Tz.Metr.Pind.33.9
•subst. (τὸ) δ. gram. denominación doble aplicada a un solo individuo como Ἀλέξανδρος / Πάρις D.T.637.1, op. ἐπώνυμον Sch.D.T.238.16, Βριάρεως / Αἰγίων Eust.124.24, cf. Sch.Er.Il.1.403, dionyma, ut ... Astyanax Scamandrios ... sicut apud nos Numa Pompilius, Tullus Hostilius Diom.322.1
•tb. de la fórmula n. y epít. como Φοῖβος / Ἀπόλλων D.T.637.3.
-ον
renombrado εὐτυχία Plu.Tim.30, χῶρος I.BI 5.17, de pers. στρατηγός App.BC 4.54, Πρίσκος Gr.Nyss.Eun.1.34, Ζαχαρίας Amph.Seleuc.282 (dud., cf. 1 διώνυμος).
• Etimología: Comp. de διά y ὄνομα.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM διώνυμος, -ον)
αυτός που έχει δύο ονόματα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το διώνυμο
αλγεβρική παράσταση συντιθέμενη από δύο όρους, μονώνυμα ενωμένα με το σύμβολο της πρόσθεσης ή της αφαίρεσης
αρχ.
διάσημος, περίφημος.
Greek Monotonic
διώνῠμος: -ον (δίς, ὄνυμα=ὄνομα),·
I. αυτός που έχει δύο ονόματα, ή δύο πρόσωπα, που πήραν το όνομά τους μαζί, σε Ευρ.
II. (διά) διάσημος, περίφημος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διώνῠμος: [διά] широко известный, прославленный (εὐτυχία Plut.).
δίς двухименный, носящий два имени или называемый вместе (διώνυμοι θεαὶ Περοέφασσα καὶ Δαμάτηρ Eur.).
Middle Liddell
adj [δίς, ὄνυμα = ὄνομα
I. with two names, or, of two persons, named together, Eur.
II. (διά) far-famed, Plut.