Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἑφθός: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(1ab)
m (Text replacement - ">" to ">")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑφθός]], -ή, -ὸν (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κρέας]] ή ψάρια και για [[λαχανικά]]) μαγειρεμένος, βρασμένος<br /><b>2.</b> (για [[νερό]]) πολύ [[ζεστός]], [[ζεματιστός]]<br /><b>3.</b> (για πολύτιμο [[μέταλλο]]) [[καθαρός]], [[καλός]]<br /><b>4.</b> [[χαλαρός]], εξασθενημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἑψ</i>-<i>τός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἕψω</i>) με [[μετατροπή]] τών -<i>π</i>- (του <i>ψ</i>) και -<i>τ</i>- σε -<i>φ</i>- και -<i>θ</i>- υπό την [[επίδραση]] του -<i>σ</i>- (του -<i>ψ</i>-). Πρβλ. <i>εξ</i>-<i>τός</i> «[[εκτός]]» &GT; [[εχθός]]].
|mltxt=[[ἑφθός]], -ή, -ὸν (Α)<br /><b>1.</b> (για [[κρέας]] ή ψάρια και για [[λαχανικά]]) μαγειρεμένος, βρασμένος<br /><b>2.</b> (για [[νερό]]) πολύ [[ζεστός]], [[ζεματιστός]]<br /><b>3.</b> (για πολύτιμο [[μέταλλο]]) [[καθαρός]], [[καλός]]<br /><b>4.</b> [[χαλαρός]], εξασθενημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἑψ</i>-<i>τός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ἕψω</i>) με [[μετατροπή]] τών -<i>π</i>- (του <i>ψ</i>) και -<i>τ</i>- σε -<i>φ</i>- και -<i>θ</i>- υπό την [[επίδραση]] του -<i>σ</i>- (του -<i>ψ</i>-). Πρβλ. <i>εξ</i>-<i>τός</i> «[[εκτός]]» > [[εχθός]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:12, 15 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑφθός Medium diacritics: ἑφθός Low diacritics: εφθός Capitals: ΕΦΘΟΣ
Transliteration A: hephthós Transliteration B: hephthos Transliteration C: efthos Beta Code: e(fqo/s

English (LSJ)

ή, όν, verb. Adj. of ἕψω,

   A boiled, of meat or fish, Hdt.2.77, Hp.VM13, E.Cyc.246, Ar.Pax717, Ecphantid.1, Pl.R.404c, etc.; of vegetables, Antiph.6; of water, Arist.Mete.380b10; of a hot bath, ἑφθόν [με] . . πεποίηκεν Antiph.245.    2 ἑφθὸς χρυσός refined gold, Simon.64.    II metaph., languid, unnerved, Hp.Epid.4.16.

German (Pape)

[Seite 1118] adj. verb. zu ἕψω, gekocht; Eur. Cycl. 246; Her. 2, 77; Plat. Rep. III, 404 c u. Folgde; übertr., matt, entkräftet, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἑφθός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἕψω, βραστός, παρεσκευασμένος πρὸς τροφήν, μεμαγειρευμένος, ἐπὶ κρέατος καὶ ἰχθύος, Ἡροδ. 2. 77, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13, Εὐρ. Κύκλ. 246, Ἀριστοφ. Εὐρ. 717, Ἐκφαντίδης ἐν «Σατύροις» 1, Πλάτ. Πολ. 404C, κτλ.· ἐπὶ λαχάνων, κραμβίδιον ἑφθὸν χάριεν ἀστεῖον πάνυ Ἀντιφάνης ἐν «Ἀγροίκοις» 6· ἐπὶ ὑγρῶν, Ἀριστ, Μετεωρ. 4. 3. 8· ἐπὶ θερμοῦ λουτροῦ, ἑφθόν με πεποίηκεν Ἀντιφάνης ἐν Ἀδήλ. 9. 2) ἑφθὸς χρυσὸς καθαρὸς χρυσός, Σιμωνίδ. 64. ΙΙ. μεταφ., χαλαρός, ἐκνενευρισμένος, νωθρός, Ἱππ. 1225Ε· καὶ οὕτω τὸ οὐσιαστ. ἑφθότης, ητος, ἡ, νωθρότης, ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
cuit, bouilli.
Étymologie: adj. verb. de ἕψω.

Greek Monolingual

ἑφθός, -ή, -ὸν (Α)
1. (για κρέας ή ψάρια και για λαχανικά) μαγειρεμένος, βρασμένος
2. (για νερό) πολύ ζεστός, ζεματιστός
3. (για πολύτιμο μέταλλο) καθαρός, καλός
4. χαλαρός, εξασθενημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἑψ-τός (< ἕψω) με μετατροπή τών -π- (του ψ) και -τ- σε -φ- και -θ- υπό την επίδραση του -σ- (του -ψ-). Πρβλ. εξ-τός «εκτός» > εχθός].

Greek Monotonic

ἑφθός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἕψω·
1. βραστός, παρασκευασμένος για τροφή, μαγειρεμένος, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.
2. ἑφθὸς χρυσός, καθαρός χρυσός, σε Σιμων.

Russian (Dvoretsky)

ἑφθός: [adj. verb. к ἕψω
1) вареный (ὄρνιθες ἢ ἰχθύες Her.; τὰ ἐκ λέβητος ἑφθά Eur.; κριθαί Arst.; ἀλεκτρυών Plut.);
2) переваренный, кипяченый (ὕδωρ Arst.);
3) очищенный плавкой, т. е. чистый (χρυσός Plut.).

Middle Liddell

ἑφθός, ή, όν verb. adj. of ἕψω
1. boiled, dressed, Hdt., Eur., etc.
2. ἑφθὸς χρυσός refined gold, Simon.