σχισμός: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
(1b)
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=schismos
|Transliteration C=schismos
|Beta Code=sxismo/s
|Beta Code=sxismo/s
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cleaving</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1149</span>, <span class="title">Placit.</span>3.3.3.</span>
|Definition=ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[cleaving]], <span class="bibl">A.<span class="title">Ag.</span>1149</span>, <span class="title">Placit.</span>3.3.3.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 20:20, 28 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχισμός Medium diacritics: σχισμός Low diacritics: σχισμός Capitals: ΣΧΙΣΜΟΣ
Transliteration A: schismós Transliteration B: schismos Transliteration C: schismos Beta Code: sxismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A cleaving, A.Ag.1149, Placit.3.3.3.

German (Pape)

[Seite 1056] ὁ, das Spalten, Zerschneiden, Zethauen; δορί, das Tödten, Aesch. Ag. 1120; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σχισμός: ὁ, σχίσις, σχίσιμον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1149, Πλούτ. 2. 893Ε. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
action de fendre, de déchirer.
Étymologie: σχίζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ σχίζω
νεοελλ.
(ορυκτ.-κρυσταλλ.) η τάση μιας κρυσταλλικής ουσίας να αποχωρίζεται σε τεμάχη που ορίζονται από επίπεδες επιφάνειες
αρχ.
σχίσιμο, πληγή («ἐμοὶ δὲ μίμνει σχισμὸς ἀμφήκει δορί», Αισχύλ.).

Greek Monotonic

σχισμός: ὁ, ενέργεια, πράξη σχισίματος, σκίσιμο, κόμιψο, τομή, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σχισμός -οῦ, ὁ [σχίζω] het splijten. Aeschl. Ag. 1149.

Russian (Dvoretsky)

σχισμός: ὁ раскалывание, разрыв (sc. τοῦ νέφους Plut.): σ. ἀμφήκει δορί Aesch. гибель от обоюдоострого топора.

Middle Liddell

σχισμός, οῦ, ὁ, σχίζω
a cleaving, Aesch.