νυμφεῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source
(1ba)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=νυμφεῑος, -εία, -ον, θηλ. και -ος, επικ. τ. ουδ. νυμφήϊον (Α)<br /><b>1.</b> [[νυφικός]], [[γαμήλιος]] («νυμφεῑα λέχη», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νυμφεῑον</i>, επικ. τ. <i>νυμφήϊον</i><br />[[νυφικός]] [[θάλαμος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ νυμφεῑα</i>, επικ. τ. <i>νυμφήϊα</i><br />α) γαμήλια [[τελετή]], [[γάμος]]<br />β) [[νυφικός]] [[θάλαμος]]<br />γ) η [[νύφη]] («νυμφεῑα τοῡ σαυτοῡ τέκνου», <b>Σοφ.</b>)<br />δ) τα [[πορνεία]] («νυμφεῑα πρὸς [[κηλωστὰ]] καρβάνων», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νύμφη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χαλκ</i>-<i>είος</i>)].
|mltxt=νυμφεῑος, -εία, -ον, θηλ. και -ος, επικ. τ. ουδ. νυμφήϊον (Α)<br /><b>1.</b> [[νυφικός]], [[γαμήλιος]] («νυμφεῑα λέχη», <b>Σιμων.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νυμφεῑον</i>, επικ. τ. <i>νυμφήϊον</i><br />[[νυφικός]] [[θάλαμος]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ νυμφεῑα</i>, επικ. τ. <i>νυμφήϊα</i><br />α) γαμήλια [[τελετή]], [[γάμος]]<br />β) [[νυφικός]] [[θάλαμος]]<br />γ) η [[νύφη]] («νυμφεῑα τοῦ σαυτοῦ τέκνου», <b>Σοφ.</b>)<br />δ) τα [[πορνεία]] («νυμφεῑα πρὸς [[κηλωστὰ]] καρβάνων», <b>Λυκόφρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νύμφη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εῖος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>χαλκ</i>-<i>είος</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:52, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νυμφεῖος Medium diacritics: νυμφεῖος Low diacritics: νυμφείος Capitals: ΝΥΜΦΕΙΟΣ
Transliteration A: nympheîos Transliteration B: nympheios Transliteration C: nymfeios Beta Code: numfei=os

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον E.IA131 (lyr.), AP7.188 (Thall.) :—

   A bridal, nuptial, λέχη Simon. 124 B ; εὐνά Pi.N.5.30, cf. E. l.c. ; παστάς APl.c., cf. Supp.Epigr. 2.874 (Egypt) : hence as Subst.    1 νυμφεῖον (sc. δῶμα), Ep. νυμφήϊον Call.Del.118 : τό :— bridechamber, S.Ant.891, 1205 : in pl., Id.Tr.920.    2 νυμφεῖα (sc. ἱερά), Ep. νυμφήϊα Mosch.2.159 : τά :— nuptial rites, marriage, S.Tr.7 ; but    3 νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου thine own son's bride, Id.Ant.568.

Greek (Liddell-Scott)

νυμφεῖος: -α, -ον, ὡσαύτως ος, ον Εὐρ. Ι. Α. 131, Ἀνθ. Π. 7. 188· (νύμφη)· - ἀνήκων εἰς νύμφην, νυμφικός, γαμήλιος, Σιμωνίδ. 125, Πινδ. Ν. 5. 55, Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτέρ., ἐντεῦθεν ὡς οὐσιαστ. 1) νυμφεῖον (ἐξυπ. δῶμα), τὸ, ὁ νυμφικὸς θάλαμος, Σοφ. Ἀντ. 891, 1205· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. Τρ. 920.
2) νυμφεῖα (ἐξυπακουόμ. ἱερά), τά, γαμήλιοι τελεταί, γάμος, αὐτόθιἀλλά, 3) νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου, ἡ νύμφη τοῦ υἱοῦ σου, δηλ. ἣν μέλλει νὰ νυμφευθῇ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 568, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1051.

French (Bailly abrégé)

α ou ος, ον :
de fiancée, de jeune femme ; τὸ νυμφεῖον (δῶμα) chambre nuptiale ; τὰ νυμφεῖα (ἱερά) cérémonie nuptiale, ou la fiancée, la mariée.
Étymologie: νύμφη.

Greek Monolingual

νυμφεῑος, -εία, -ον, θηλ. και -ος, επικ. τ. ουδ. νυμφήϊον (Α)
1. νυφικός, γαμήλιος («νυμφεῑα λέχη», Σιμων.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νυμφεῑον, επικ. τ. νυμφήϊον
νυφικός θάλαμος
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νυμφεῑα, επικ. τ. νυμφήϊα
α) γαμήλια τελετή, γάμος
β) νυφικός θάλαμος
γ) η νύφη («νυμφεῑα τοῦ σαυτοῦ τέκνου», Σοφ.)
δ) τα πορνεία («νυμφεῑα πρὸς κηλωστὰ καρβάνων», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + κατάλ. -εῖος (πρβλ. χαλκ-είος)].

Greek Monotonic

νυμφεῖος: -α, -ον και -ος, -ον (νύμφη
I. αυτός που αναφέρεται στη νύφη, νυφικός, γαμήλιος, σε Πίνδ., Ευρ.
II. ως ουσ.,
1. νυμφεῖον (ενν. δῶμα), τό, νυφικό δωμάτιο, σε Σοφ.
2. νυμφεῖα (ενν. ἱερά), τά, γαμήλιες τελετές, γάμος, στον ίδ.
3. νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου, η μέλλουσα σύζυγος του γιου σου, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

νυμφεῖος: и 2 свадебный, брачный (εὐναί Pind., Eur.).

Middle Liddell

νυμφεῖος, η, ον νύμφη
I. of a bride, bridal, nuptial, Pind., Eur.
II. as Subst.,
1. νυμφεῖον (sc. δῶμἀ, the bridechamber, Soph.
2. νυμφεῖα (sc. ἱερά), τά, nuptial rites, marriage, Soph.
3. νυμφεῖα τοῦ σαυτοῦ τέκνου thine own son's bride, Soph.