περιαστράπτω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
(1ba)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[λάμπω]] [[γύρω]] από κάποιον, [[περιβάλλω]] κάποιον με [[λάμψη]] («[[ἐξαίφνης]] περιήστραψεν αὐτὸν φῶς ἀπὸ τοῡ οὐρανοῡ», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[θαμπώνω]] κάποιον («τῇ ὑπερβολῇ τοῡ κάλλους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμῶν περιαστράπτοντα», Βασ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αστράφτω]] [[ολόγυρα]] («προσεφάνησαν ἄγγελοι περιαστράπτοντες τοῑς ὅπλοις», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[φωτίζω]].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[λάμπω]] [[γύρω]] από κάποιον, [[περιβάλλω]] κάποιον με [[λάμψη]] («[[ἐξαίφνης]] περιήστραψεν αὐτὸν φῶς ἀπὸ τοῦ οὐρανοῡ», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[θαμπώνω]] κάποιον («τῇ ὑπερβολῇ τοῦ κάλλους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμῶν περιαστράπτοντα», Βασ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αστράφτω]] [[ολόγυρα]] («προσεφάνησαν ἄγγελοι περιαστράπτοντες τοῑς ὅπλοις», ΠΔ)<br /><b>2.</b> [[φωτίζω]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:50, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιαστράπτω Medium diacritics: περιαστράπτω Low diacritics: περιαστράπτω Capitals: ΠΕΡΙΑΣΤΡΑΠΤΩ
Transliteration A: periastráptō Transliteration B: periastraptō Transliteration C: periastrapto Beta Code: periastra/ptw

English (LSJ)

   A flash around, φῶς π. τινά Act.Ap.9.3, cf. Jul.Or.4.131a; περί τινα Act.Ap.22.6: abs., ἄγγελοι περιαστράπτοντες τοῖς ὅπλοις LXX 4 Ma.4.10.    2 dazzle, ὁ ἀνὴρ περιαστράπτεται ὑπὸ κάλλους is dazzled with beauty, Junc. ap. Stob.4.50.95, cf. Gal.19.220.

German (Pape)

[Seite 569] ringsum blitzen, Sp., wie N. T.; auch übertr., περιαστράπτεσθαι ὑπὸ τοῦ κάλλους, Iunc. bei Stob.

Greek (Liddell-Scott)

περιαστράπτω: ἀστράπτω περί τινα, ἐξαίφνης τε αὐτὸν περιήστραψεν φῶς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ Πράξ. Ἀποστ. θ΄, 3· ὡσαύτως, περί τινα αὐτόθι κβ΄, 6. 2) θαμβώνω, τῇ ὑπερβολῇ τοῦ κάλλους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμῶν περιαστράπτοντα Βασιλ. Ὁμιλ. Β΄ ἐν τῷ Ἑξαημ. ὑπὸ κάλλους καὶ ἡδονῆς περιαστράπτεσθαι λέγουσαι τὸν ἄνδρα, ἔχειν περὶ ἑαυτὸν λάμψιν τινά, ἀπαστράπτειν ἐκ καλλονῆς, Ἰοῦγκος παρὰ Στοβ. 117, 9 (τ. 3, σ. 447 Gaisf).

French (Bailly abrégé)

illuminer d’éclairs tout autour.
Étymologie: περί, ἀστράπτω.

English (Strong)

from περί and ἀστράπτω; to flash all around, i.e. envelop in light: shine round (about).

English (Thayer)

1st aorist περιηστραψα (Relz L περιεστραψα (see Buttmann, 34 f (30) and Tdf. s note)), to flash around, shine about, (περί, III:1): τινα, περί τινα, 4 Maccabees 4:10); ecclesiastical and Byzantine writings.)

Greek Monolingual

ΜΑ
1. λάμπω γύρω από κάποιον, περιβάλλω κάποιον με λάμψηἐξαίφνης περιήστραψεν αὐτὸν φῶς ἀπὸ τοῦ οὐρανοῡ», ΚΔ)
2. μτφ. θαμπώνω κάποιον («τῇ ὑπερβολῇ τοῦ κάλλους τοὺς ὀφθαλμοὺς ἡμῶν περιαστράπτοντα», Βασ.)
αρχ.
1. αστράφτω ολόγυρα («προσεφάνησαν ἄγγελοι περιαστράπτοντες τοῑς ὅπλοις», ΠΔ)
2. φωτίζω.

Greek Monotonic

περιαστράπτω: μέλ. -ψω, αστράπτω ολόγυρα, με αιτ., σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-αστράπτω rondom bliksemen, omstralen:. αὐτὸν περιήστραψεν φῶς hem omstraalde een licht NT Act. Ap. 22.6.

Russian (Dvoretsky)

περιαστράπτω: сиять кругом (περιήστραψεν φῶς ἐκ τοῦ οὐρανοῦ NT).

Middle Liddell

fut. ψω
to flash around, c. acc., NTest.