ποδοκάκη: Difference between revisions

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
(1ba)
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
|Full diacritics=ποδοκάκη
|Medium diacritics=ποδοκάκη
|Low diacritics=ποδοκάκη
|Capitals=ΠΟΔΟΚΑΚΗ
|Transliteration A=podokákē
|Transliteration B=podokakē
|Transliteration C=podokaki
|Beta Code=podoka/kkh
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[stocks]] (commonly called [[ξύλον]]), Lexap.<span class="bibl">Lys.10.16</span>, Lex ap.<span class="bibl">D.24.105</span>, <span class="bibl">Pl.Com.249</span>, <span class="bibl">Theon <span class="title">Prog.</span>13</span>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span>366</span>. (Cf. Skt. <b class="b2">kan̂catē</b> 'bind', Lith. <b class="b2">kinkýti</b> 'harness', [[κιγκλίς]]; the spelling <b class="b3">-κάκη</b> is due to the false expl. [[foot-plague]], ap.Harp.: from [[ποδοκατοχή]] acc. to Did. ap. eund.)</span>
}}
{{grml
|mltxt=και εσφ. γρφ<br />[[ποδοκάκη]], η, ΜΑ<br />ξύλινο όργανο βασανισμού, με το οποίο δένονταν τα πόδια τών καταδίκων για [[τιμωρία]] ή τών δούλων για να μην αποδράσουν («δεδέσθαι δ' ἐν τῇ ποδοκάκκῃ ἡμέρας [[πέντε]] τὸν [[πόδα]], ἐὰν προστιμήσῃ ἡ [[ἡλιαία]]», Νομ., Λυσ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για σύνθ. λ. με πρώτο συνθετικό τη λ. [[πούς]], <i>ποδός</i> και δεύτερο τον τ. -<i>κακκη</i>, άγνωστης ετυμολ., ο [[οποίος]], [[κατά]] μία [[άποψη]], όχι πολύ πιθ., συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> [[κάκαλα]]<br /><i>τείχη</i>].
}}
{{elnl
|elnltext=ποδοκάκ(κ)η -ης, ἡ [πούς, κάκαλα] voetblok.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">foot-block</b><br />See also: s. [[κάκαλα]].
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0643.png Seite 643]] ἡ, auch [[ποδοκάκκη]] geschrieben, <b class="b2">Fußeisen</b>, Fußblock, wofür man später in Athen [[ξύλον]] sagte; δεδέσθαι ἐν ποδοκάκῃ πόδα, Lys. 10, 16, wie Dem. 24, 105 im Gesetz; vgl. Luc. Lexiph. 10 u. VLL.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0643.png Seite 643]] ἡ, auch [[ποδοκάκκη]] geschrieben, <b class="b2">Fußeisen</b>, Fußblock, wofür man später in Athen [[ξύλον]] sagte; δεδέσθαι ἐν ποδοκάκῃ πόδα, Lys. 10, 16, wie Dem. 24, 105 im Gesetz; vgl. Luc. Lexiph. 10 u. VLL.

Revision as of 15:47, 17 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ποδοκάκη Medium diacritics: ποδοκάκη Low diacritics: ποδοκάκη Capitals: ΠΟΔΟΚΑΚΗ
Transliteration A: podokákē Transliteration B: podokakē Transliteration C: podokaki Beta Code: podoka/kkh

English (LSJ)

ἡ,

   A stocks (commonly called ξύλον), Lexap.Lys.10.16, Lex ap.D.24.105, Pl.Com.249, Theon Prog.13, Sch.Ar.Eq.366. (Cf. Skt. kan̂catē 'bind', Lith. kinkýti 'harness', κιγκλίς; the spelling -κάκη is due to the false expl. foot-plague, ap.Harp.: from ποδοκατοχή acc. to Did. ap. eund.)

Greek Monolingual

και εσφ. γρφ
ποδοκάκη, η, ΜΑ
ξύλινο όργανο βασανισμού, με το οποίο δένονταν τα πόδια τών καταδίκων για τιμωρία ή τών δούλων για να μην αποδράσουν («δεδέσθαι δ' ἐν τῇ ποδοκάκκῃ ἡμέρας πέντε τὸν πόδα, ἐὰν προστιμήσῃ ἡ ἡλιαία», Νομ., Λυσ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για σύνθ. λ. με πρώτο συνθετικό τη λ. πούς, ποδός και δεύτερο τον τ. -κακκη, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος, κατά μία άποψη, όχι πολύ πιθ., συνδέεται με τον τ. που παραδίδει ο Ησύχ. κάκαλα
τείχη].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ποδοκάκ(κ)η -ης, ἡ [πούς, κάκαλα] voetblok.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: foot-block
See also: s. κάκαλα.


German (Pape)

[Seite 643] ἡ, auch ποδοκάκκη geschrieben, Fußeisen, Fußblock, wofür man später in Athen ξύλον sagte; δεδέσθαι ἐν ποδοκάκῃ πόδα, Lys. 10, 16, wie Dem. 24, 105 im Gesetz; vgl. Luc. Lexiph. 10 u. VLL.

Greek (Liddell-Scott)

ποδοκάκη: ἡ, ὡσαύτως φέρεται ποδοκάκκη, κολαστήριον ὄργανον δι’ οὗ ἐδεσμεύοντο οἱ πόδες τῶν κακούργων, ἐν Ἀθήναις ὠνομάζετο κοινότερον ξύλον, Νόμ. παρὰ Λυσ. 117. 32, Δημ. 733. 6, Πλάτ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 27Β, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 367.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
entraves de bois.
Étymologie: πούς, κακός.

Greek Monotonic

ποδοκάκη: ἡ, επίσης ποδοκάκκη, κυρίως, όργανο βασανισμού των ποδιών, είδος ξύλου, σε Δημ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ποδοκάκη: v. l. ποδοκάκκη (ᾰ) ἡ ножные колодки или кандалы Lys., Dem.

Middle Liddell

ποδο-κάκη, ἡ,
ποδο-κάκη, also written ποδοκάκκη, properly, foot plague, a kind of stocks, Dem., etc.