συγκαταλαμβάνω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=sygkatalamvano
|Transliteration C=sygkatalamvano
|Beta Code=sugkatalamba/nw
|Beta Code=sugkatalamba/nw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">seize, take possession of together</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>4.2.42</span>; <b class="b2">occupy at the same time</b>, in a military sense, τὸ χωρίον <span class="bibl">Th.7.26</span>; τὴν πόλιν <span class="bibl">Isoc.19.19</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">comprehend together with</b>, τινι <span class="bibl">D.L.9.97</span> (Pass.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">take in with</b>, <b class="b3">τὰ συγκαταλαμβανόμενα τῶν πνευμάτων αὐτοῖς</b> the air <b class="b2">which they have taken in with</b> their food, <span class="bibl">Diocl.Fr.141</span>.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">seize, take possession of together</b>, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>4.2.42</span>; [[occupy at the same time]], in a military sense, τὸ χωρίον <span class="bibl">Th.7.26</span>; τὴν πόλιν <span class="bibl">Isoc.19.19</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">comprehend together with</b>, τινι <span class="bibl">D.L.9.97</span> (Pass.). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> <b class="b2">take in with</b>, <b class="b3">τὰ συγκαταλαμβανόμενα τῶν πνευμάτων αὐτοῖς</b> the air <b class="b2">which they have taken in with</b> their food, <span class="bibl">Diocl.Fr.141</span>.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 18:27, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαταλαμβάνω Medium diacritics: συγκαταλαμβάνω Low diacritics: συγκαταλαμβάνω Capitals: ΣΥΓΚΑΤΑΛΑΜΒΑΝΩ
Transliteration A: synkatalambánō Transliteration B: synkatalambanō Transliteration C: sygkatalamvano Beta Code: sugkatalamba/nw

English (LSJ)

   A seize, take possession of together, X.Cyr.4.2.42; occupy at the same time, in a military sense, τὸ χωρίον Th.7.26; τὴν πόλιν Isoc.19.19.    2 comprehend together with, τινι D.L.9.97 (Pass.).    3 take in with, τὰ συγκαταλαμβανόμενα τῶν πνευμάτων αὐτοῖς the air which they have taken in with their food, Diocl.Fr.141.

German (Pape)

[Seite 965] (s. λαμβάνω), zusammen wegnehmen, κοινῶν τῶν χρημάτων ὄντων τοῖς συγκατειληφόσι, Xen. Cyr. 4, 2, 27; – mit zusammenfassen, einbegreifen, dah. mit Mauern umgeben, Thuc. 6, 26.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταλαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, καταλαμβάνω ὁμοῦ, λαμβάνω καὶ κατέχω ὁμοῦ, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 42· καταλαμβάνω, λαμβάνω ὑπὸ τὴν κατοχήν μου συγχρόνως, ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, τὸ χωρίον Θουκ. 7. 26· τὴν πόλιν Ἰσοκρ. 488Α. 2) συμπεριλαμβάνω, τινὶ Διογ. Λ. 9. 97, ἐν τῷ παθ. 3) συμπεραίνω ἐκ δεδομένων, Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 394.

French (Bailly abrégé)

s’emparer en même temps de ; t. milit. occuper en même temps, acc..
Étymologie: σύν, καταλαμβάνω.

Greek Monolingual

Α
1. καταλαμβάνω μαζί με κάποιον («ὧν οὐκ ἀγνοῳ ὅτι δυνατὸν ἡμῑν κοινῶν ὄντων τοῑς συγκατειληφόσι νοσφίσασθαι», Ξεν.)
2. κυριεύω συγχρόνως, παίρνω στην κατοχή μου συγχρόνως με άλλον («ἐπειδή ξυγκατέλαβε τὸ χωρίον παρέπλει ἐπί τῆς Κερκύρας», Θουκ.)
3. συμπεριλαμβάνω
4. παίρνω κάτι μαζί με άλλον
5. συμπεραίνω από δεδομένα.

Greek Monotonic

συγκαταλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, αρπάζω, καταλαμβάνω κάτι από κοινού, σε Ξεν.· καταλαμβάνω συγχρόνως, συγκυριεύω, συλλαμβάνω, λέγεται με στρατιωτική σημασία, σε Θουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συγ-καταλαμβάνω, Att. ook ξυγκαταλαμβάνω samen de hand leggen op, samen in bezit nemen. Xen. Cyr. 4.2.42. volledig innemen. Thuc. 7.26.3.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταλαμβάνω:
1) вместе завладевать, одновременно захватывать (τὸ χωρίον Thuc.; sc. τὰ χρήματα Xen.);
2) (одновременно) охватывать, содержать (в себе) Diog. L.;
3) заключать из предпосылок, умозаключать Polyb.

Middle Liddell

fut. -λήψομαι
to seize, take possession of together, Xen.: to occupy at the same time, in a military sense, Thuc.