Σελλοί: Difference between revisions
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
m (Text replacement - "*" to "*") |
m (Text replacement - " . ." to "…") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=Selloi | |Transliteration C=Selloi | ||
|Beta Code=*selloi/ | |Beta Code=*selloi/ | ||
|Definition=οἱ, <span class="title">Selli</span>, ancient inhabitants of Dodona, guardians of the oracle of Zeus, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ σοὶ ναίουσ' ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι <span class="bibl">Il.16.234</span>; τῶν ὀρείων καὶ | |Definition=οἱ, <span class="title">Selli</span>, ancient inhabitants of Dodona, guardians of the oracle of Zeus, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ σοὶ ναίουσ' ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι <span class="bibl">Il.16.234</span>; τῶν ὀρείων καὶ χαμαικοιτῶν… Σελλῶν <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>1167</span>; ἐν ἀστρώτῳ πέδῳ εὕδουσι, πηγαῖς δ' οὐχ ὑγραίνουσιν πόδας <span class="bibl">E.<span class="title">Fr.</span>367</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mete.</span>352b2</span>, <span class="bibl">Str.7.7.10</span>. (Pi. (<span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>59</span>) understood <b class="b3">ἀμφὶ δέ σ' Ἑλλοί</b> in Il. l.c., but this is an error acc. to Aristarch., cf. Hsch. s.v. [[Σελλήεις]], though countenanced by Id.s.v. [[Ἕλλα]] and <b class="b3">Ἕλα</b>, where it is apparently derived from Lacon. <b class="b3">ἕλλα</b> <b class="b2">seat</b> (sc. of Zeus at Dodona).)</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:15, 26 February 2019
English (LSJ)
οἱ, Selli, ancient inhabitants of Dodona, guardians of the oracle of Zeus,
A ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ σοὶ ναίουσ' ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι Il.16.234; τῶν ὀρείων καὶ χαμαικοιτῶν… Σελλῶν S.Tr.1167; ἐν ἀστρώτῳ πέδῳ εὕδουσι, πηγαῖς δ' οὐχ ὑγραίνουσιν πόδας E.Fr.367, cf. Arist.Mete.352b2, Str.7.7.10. (Pi. (Fr.59) understood ἀμφὶ δέ σ' Ἑλλοί in Il. l.c., but this is an error acc. to Aristarch., cf. Hsch. s.v. Σελλήεις, though countenanced by Id.s.v. Ἕλλα and Ἕλα, where it is apparently derived from Lacon. ἕλλα seat (sc. of Zeus at Dodona).)
Greek (Liddell-Scott)
Σελλοί: οἱ, ἐξ ἀρχῆς κάτοικοι τῆς Δωδώνης, φύλακες τοῦ μαντείου τοῦ Διός, ἠναγκασμένοι νὰ διάγωσι βίον τραχὺν καὶ ἀσκητικόν, Σελλοὶ ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι Ἰλ. Π. 234· τῶν ὀρείων καὶ χαμαικοιτῶν Σελλῶν Σοφ. Τραχ. 1167· ἐν ἀστρώτῳ πέδῳ εὕδουσι, πηγαῖς δ’ οὐχ ὑγραίνουσιν πόδας Εὐρ. Ἀποσπ. 368, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 14, 15, Στράβ. 328. (Ὁ Πίνδ. ἔχει Ἑλλοί, ὅπερ εἶναι τύπος ἀδελφικὸς τῆς αὐτῆς λέξεως, συγγενὲς τῷ Ἕλλην, Thirlw. Ἱστ. τῆς Ἑλλ. 1. 81· ὁ Κούρτ. ὑπαινίσσεται ὡς ῥίζαν τὸ ῥῆμα ἅλλομαι παραβάλλων τὸ Λατ. Salii ἐκ τοῦ salio· ὁ Ἡσύχ. φαίνεται ὅτι σχετίζει τὴν λέξιν πρὸς τὴν ἱερὰν τοῦ Διὸς ἕδραν ἐν Δωδώνῃ· «Ἕλλα· καθέδρα, καὶ Διὸς ἱερὸν ἐν Δωδώνῃ» (ἴδε ἔλα παρὰ τῷ αὐτῷ), πρβλ. σέλμα, Λατ. sell-a).
French (Bailly abrégé)
ῶν (οἱ) :
les Selles, prêtres de Zeus à Dodone, ou anciens habitants de Dodone.
Étymologie: pê apparenté à ἅλλομαι, cf. Salii.
English (Autenrieth)
the Selli, priests of Zeus at Dodōna, Il. 16.234†.
Greek Monolingual
oἱ, Α
κάτοικοι της Δωδώνης, φύλακες του μουσείου του Διός, που ήταν υποχρεωμένοι να ζουν ασκητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Κατά μία άποψη, πρόκειται για ιλλυρικό τ. με σημ. «ιερουργός, θύτης», που συνδέεται με το γοτθ. saljan «προσφέρω, θυσιάζω». Για την σύνδεση του τ. με την λ. Ἕλληνες βλ. λ.].
Greek Monotonic
Σελλοί: οἱ, Σελλοί, φύλακες του μαντείου του Δία στη Δωδώνη, δεσμευμένοι να ζουν τραχιά κι ασκητική ζωή, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
Σελλοί: οἱ селлы (коренные обитатели Додоны, впоследствии жрецы храма Зевса в Додоне) Hom., Soph., Eur. etc.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. pl.
Meaning: worshippers and priests of Zeus in Dodona (Π 234, S. Tr. 1167 a. o.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Already because of the unknown basic meaning unclear. Survey of the attempts at interpretation up to now in Lochner-Hüttenbach Die Pelasger (s. Πελασγοί) 147ff., where with Güntert and Brandenstein an orig. meaning sacrificers (to Goth. saljan present, sacrifice) is assumed; the word would be Illyrian. -- Cf. on Ελλάς.
Middle Liddell
the Selli, guardians of the oracle of Zeus at Dodona, bound to live a rough, austere life, Il., Soph.,