επιτηδεύω: Difference between revisions

From LSJ

κακῶς ζῆν κρεῖσσον ἢ καλῶς θανεῖνbetter to live ignobly than to die nobly, better to live badly than to die well

Source
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "εῑν" to "εῖν")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἐπιτηδεύω]]) [[επιτήδειος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επεξεργάζομαι]] [[κάτι]] με υπερβολική [[λεπτολογία]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>επιτηδεύομαι</i><br />[[ασχολούμαι]] [[επιδέξια]] με [[κάτι]], [[είμαι]] [[επιτήδειος]], [[δεξιοτέχνης]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]] [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[κατορθώνω]]<br /><b>3.</b> [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασκώ]] κάποιο [[επάγγελμα]] («εὐπαθείας τε παντοδαπὰς πυνθανόμενοι ἐπιτηδεύουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με απρμφ.) [[επιμελούμαι]], [[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]], [[συνηθίζω]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («ἐς τὸν τὰς μὲν νύκτας, ἐπιτηδεύοντας τιθέναι τά κρέα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> α) [[γίνομαι]], διαπράττομαι («ὅσα κακὰ καὶ αἰσχρὰ καὶ τούτῳ... ἐπιτετήδευται», Λυσ.)<br />β) (για [[σκύλο]]) εξασκούμαι από κάποιον σε [[κάτι]] («[[κύνας]] εἶχες ἐπιτετηδευμένας πρὸς τὸ [[κατά]] [[πόδας]] αἱρεῑν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> (απόλ. σε μτχ. αορ.), <i>ἐπιτηδεύσας</i><br />[[αντί]] του [[επίτηδες]] («ἐκείμην αὐτοῦ [[πλησίον]] ἐπιτηδεύσας», Ηλιόδ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «οὐδὲν αὐτοὶ ἐπιτηδεύοντες» — [[χωρίς]] [[καμιά]] [[προμελέτη]] έκ μέρους μας.
|mltxt=(AM [[ἐπιτηδεύω]]) [[επιτήδειος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επεξεργάζομαι]] [[κάτι]] με υπερβολική [[λεπτολογία]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>επιτηδεύομαι</i><br />[[ασχολούμαι]] [[επιδέξια]] με [[κάτι]], [[είμαι]] [[επιτήδειος]], [[δεξιοτέχνης]] σε [[κάτι]]<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]] [[κάτι]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[επινοώ]], [[μηχανεύομαι]]<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> [[κατορθώνω]]<br /><b>3.</b> [[προσποιούμαι]], [[υποκρίνομαι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ασκώ]] κάποιο [[επάγγελμα]] («εὐπαθείας τε παντοδαπὰς πυνθανόμενοι ἐπιτηδεύουσι», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> (με απρμφ.) [[επιμελούμαι]], [[φροντίζω]], [[περιποιούμαι]], [[συνηθίζω]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («ἐς τὸν τὰς μὲν νύκτας, ἐπιτηδεύοντας τιθέναι τά κρέα», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> α) [[γίνομαι]], διαπράττομαι («ὅσα κακὰ καὶ αἰσχρὰ καὶ τούτῳ... ἐπιτετήδευται», Λυσ.)<br />β) (για [[σκύλο]]) εξασκούμαι από κάποιον σε [[κάτι]] («[[κύνας]] εἶχες ἐπιτετηδευμένας πρὸς τὸ [[κατά]] [[πόδας]] αἱρεῖν», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>4.</b> (απόλ. σε μτχ. αορ.), <i>ἐπιτηδεύσας</i><br />[[αντί]] του [[επίτηδες]] («ἐκείμην αὐτοῦ [[πλησίον]] ἐπιτηδεύσας», Ηλιόδ.)<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «οὐδὲν αὐτοὶ ἐπιτηδεύοντες» — [[χωρίς]] [[καμιά]] [[προμελέτη]] έκ μέρους μας.
}}
}}

Latest revision as of 08:35, 27 March 2021

Greek Monolingual

(AM ἐπιτηδεύω) επιτήδειος
νεοελλ.
1. επεξεργάζομαι κάτι με υπερβολική λεπτολογία
2. μέσ. επιτηδεύομαι
ασχολούμαι επιδέξια με κάτι, είμαι επιτήδειος, δεξιοτέχνης σε κάτι
3. συνεκδ. προσποιούμαι, υποκρίνομαι κάτι
μσν.
1. επινοώ, μηχανεύομαι
2. παθ. κατορθώνω
3. προσποιούμαι, υποκρίνομαι
αρχ.
1. ασκώ κάποιο επάγγελμα («εὐπαθείας τε παντοδαπὰς πυνθανόμενοι ἐπιτηδεύουσι», Ηρόδ.)
2. (με απρμφ.) επιμελούμαι, φροντίζω, περιποιούμαι, συνηθίζω να κάνω κάτι («ἐς τὸν τὰς μὲν νύκτας, ἐπιτηδεύοντας τιθέναι τά κρέα», Ηρόδ.)
3. παθ. α) γίνομαι, διαπράττομαι («ὅσα κακὰ καὶ αἰσχρὰ καὶ τούτῳ... ἐπιτετήδευται», Λυσ.)
β) (για σκύλο) εξασκούμαι από κάποιον σε κάτικύνας εἶχες ἐπιτετηδευμένας πρὸς τὸ κατά πόδας αἱρεῖν», Ξεν.)
4. (απόλ. σε μτχ. αορ.), ἐπιτηδεύσας
αντί του επίτηδες («ἐκείμην αὐτοῦ πλησίον ἐπιτηδεύσας», Ηλιόδ.)
6. φρ. «οὐδὲν αὐτοὶ ἐπιτηδεύοντες» — χωρίς καμιά προμελέτη έκ μέρους μας.