οχώ: Difference between revisions

From LSJ

Ξένῳ μάλιστα συμφέρει τὸ σωφρονεῖν → Bene se modeste gerere peregrinum decet → Den größten Nutzen bringt dem Gast Bescheidenheit

Menander, Monostichoi, 392
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α ὀχῶ, -έω, δωρ. τ. [[ὀγχέω]] ἡ [[ὀκχέω]])<br />(συν. το μέσ.) <i>ὀχοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />μεταφέρομαι με όχημα, [[επιβαίνω]] σε [[άμαξα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[στερεά]], [[υποστηρίζω]] («[[ἄγκυρα]] δ' ἥ μου τὰς τύχας ὤχει μόνη», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποφέρω]], [[πάσχω]] («ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συνεχίζω]], [[εξακολουθώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («[[νηπιάας]] [[ὀχέω]]» — [[εξακολουθώ]] να [[ασχολούμαι]] με παιδικά παιχνίδια, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[φέρω]], [[κρατώ]], [[βαστάζω]] («διδόασι τοῑς τρισὶ δακτύλοις ὀχοῡντες τὴν φιάλην», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[ιππεύω]] («αὐτὸς [[βαδίζω]]... τοῦτον δ' ὀχῶ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> α) [[ταξιδεύω]] με [[πλοίο]]<br />β) συνουσιάζομαι<br />γ) βρίσκομαι ή κινούμαι στην [[επιφάνεια]] υγρού, [[επιπλέω]]<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> <b>μτφ.</b> α) (σχετικά με εξαρθρωμένο [[οστό]]) [[επιβαίνω]] σε [[άλλο]] [[οστό]]<br />β) [[συμπορεύομαι]], [[πορεύομαι]] [[μαζί]] («ὁ [[χρόνος]]... συνθεῑ [τῇ κινήσει] ὡς ἐπὶ φερομένης ὀχούμενος», Πλωτ.)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «ὀχοῡμαι ἐπὶ ῥοπῆς» — [[βαίνω]], [[προχωρώ]] με [[κλίση]]<br />β) «ὀχοῡμαι ἐπὶ ἐλπίδος» — [[διατηρώ]] το [[θάρρος]] μου στηριζόμενος σε [[ελπίδα]]<br /><b>9.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. ενεστ.) <i>τὰ ὀχούμενα</i><br />(ως [[τίτλος]] έργου του Αρχιμήδους) τα επιπλέοντα σώματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. της [[μέσης]] φωνής <i>ὀχέομαι</i> / <i>ὀχοῦμαι</i> αποτελεί επαναληπτικό τ. του ρ. <i>ἔχω</i> (ΙΙ) «[[φέρω]], [[μεταφέρω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ποτέομαι]]: [[πέτομαι]], [[στροφέω]]: [[στρέφω]], [[φοβέω]]: [[φέβομαι]]). Ορισμένες σημ. του ενεργ. τ. <i>ὀχῶ</i>, όπως «[[κρατώ]], [[βαστάζω]], [[υποφέρω]]», οφείλονται πιθ. σε παρετυμολογική σύνδεσή του με το ρ. <i>ἔχω</i> (Ι). Ο τ. [[ὀκχέω]] [[είναι]] πιθ. [[εκφραστικός]]].
|mltxt=(Α ὀχῶ, -έω, δωρ. τ. [[ὀγχέω]] ἡ [[ὀκχέω]])<br />(συν. το μέσ.) <i>ὀχοῡμαι</i>, -<i>έομαι</i><br />μεταφέρομαι με όχημα, [[επιβαίνω]] σε [[άμαξα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[κρατώ]] [[κάτι]] [[στερεά]], [[υποστηρίζω]] («[[ἄγκυρα]] δ' ἥ μου τὰς τύχας ὤχει μόνη», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υποφέρω]], [[πάσχω]] («ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συνεχίζω]], [[εξακολουθώ]] να [[κάνω]] [[κάτι]] («[[νηπιάας]] [[ὀχέω]]» — [[εξακολουθώ]] να [[ασχολούμαι]] με παιδικά παιχνίδια, <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[φέρω]], [[κρατώ]], [[βαστάζω]] («διδόασι τοῖς τρισὶ δακτύλοις ὀχοῡντες τὴν φιάλην», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>5.</b> [[ιππεύω]] («αὐτὸς [[βαδίζω]]... τοῦτον δ' ὀχῶ», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> <b>μέσ.</b> α) [[ταξιδεύω]] με [[πλοίο]]<br />β) συνουσιάζομαι<br />γ) βρίσκομαι ή κινούμαι στην [[επιφάνεια]] υγρού, [[επιπλέω]]<br /><b>7.</b> <b>μέσ.</b> <b>μτφ.</b> α) (σχετικά με εξαρθρωμένο [[οστό]]) [[επιβαίνω]] σε [[άλλο]] [[οστό]]<br />β) [[συμπορεύομαι]], [[πορεύομαι]] [[μαζί]] («ὁ [[χρόνος]]... συνθεῑ [τῇ κινήσει] ὡς ἐπὶ φερομένης ὀχούμενος», Πλωτ.)<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> α) «ὀχοῡμαι ἐπὶ ῥοπῆς» — [[βαίνω]], [[προχωρώ]] με [[κλίση]]<br />β) «ὀχοῡμαι ἐπὶ ἐλπίδος» — [[διατηρώ]] το [[θάρρος]] μου στηριζόμενος σε [[ελπίδα]]<br /><b>9.</b> (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. ενεστ.) <i>τὰ ὀχούμενα</i><br />(ως [[τίτλος]] έργου του Αρχιμήδους) τα επιπλέοντα σώματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. της [[μέσης]] φωνής <i>ὀχέομαι</i> / <i>ὀχοῦμαι</i> αποτελεί επαναληπτικό τ. του ρ. <i>ἔχω</i> (ΙΙ) «[[φέρω]], [[μεταφέρω]]» (<b>πρβλ.</b> [[ποτέομαι]]: [[πέτομαι]], [[στροφέω]]: [[στρέφω]], [[φοβέω]]: [[φέβομαι]]). Ορισμένες σημ. του ενεργ. τ. <i>ὀχῶ</i>, όπως «[[κρατώ]], [[βαστάζω]], [[υποφέρω]]», οφείλονται πιθ. σε παρετυμολογική σύνδεσή του με το ρ. <i>ἔχω</i> (Ι). Ο τ. [[ὀκχέω]] [[είναι]] πιθ. [[εκφραστικός]]].
}}
}}

Revision as of 18:00, 25 March 2021

Greek Monolingual

(Α ὀχῶ, -έω, δωρ. τ. ὀγχέωὀκχέω)
(συν. το μέσ.) ὀχοῡμαι, -έομαι
μεταφέρομαι με όχημα, επιβαίνω σε άμαξα
αρχ.
1. κρατώ κάτι στερεά, υποστηρίζωἄγκυρα δ' ἥ μου τὰς τύχας ὤχει μόνη», Ευρ.)
2. υποφέρω, πάσχω («ἀπροσόρατον ὀκχέοντι πόνον», Πίνδ.)
3. συνεχίζω, εξακολουθώ να κάνω κάτινηπιάας ὀχέω» — εξακολουθώ να ασχολούμαι με παιδικά παιχνίδια, Ομ. Οδ.)
4. φέρω, κρατώ, βαστάζω («διδόασι τοῖς τρισὶ δακτύλοις ὀχοῡντες τὴν φιάλην», Ξεν.)
5. ιππεύω («αὐτὸς βαδίζω... τοῦτον δ' ὀχῶ», Αριστοφ.)
6. μέσ. α) ταξιδεύω με πλοίο
β) συνουσιάζομαι
γ) βρίσκομαι ή κινούμαι στην επιφάνεια υγρού, επιπλέω
7. μέσ. μτφ. α) (σχετικά με εξαρθρωμένο οστό) επιβαίνω σε άλλο οστό
β) συμπορεύομαι, πορεύομαι μαζί («ὁ χρόνος... συνθεῑ [τῇ κινήσει] ὡς ἐπὶ φερομένης ὀχούμενος», Πλωτ.)
8. φρ. α) «ὀχοῡμαι ἐπὶ ῥοπῆς» — βαίνω, προχωρώ με κλίση
β) «ὀχοῡμαι ἐπὶ ἐλπίδος» — διατηρώ το θάρρος μου στηριζόμενος σε ελπίδα
9. (η μτχ. ουδ. πληθ. μέσ. ενεστ.) τὰ ὀχούμενα
(ως τίτλος έργου του Αρχιμήδους) τα επιπλέοντα σώματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. της μέσης φωνής ὀχέομαι / ὀχοῦμαι αποτελεί επαναληπτικό τ. του ρ. ἔχω (ΙΙ) «φέρω, μεταφέρω» (πρβλ. ποτέομαι: πέτομαι, στροφέω: στρέφω, φοβέω: φέβομαι). Ορισμένες σημ. του ενεργ. τ. ὀχῶ, όπως «κρατώ, βαστάζω, υποφέρω», οφείλονται πιθ. σε παρετυμολογική σύνδεσή του με το ρ. ἔχω (Ι). Ο τ. ὀκχέω είναι πιθ. εκφραστικός].