переходить: Difference between revisions

From LSJ

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
(5)
 
(DvTab)
 
Line 1: Line 1:
{{ruel
{{ruel
|rueltext=[[αὐτομολέω]], [[ἀναχωρέω]], [[ἐπανέρχομαι]], [[ἀναβαίνω]], [[ἀμβαίνω]], [[ἐξέρχομαι]], [[διεξέρχομαι]], [[ὁδεύω]], [[καταστρέφω]], [[ἀποτελευτάω]], [[ἐπιπορεύομαι]], [[ὑπεκτρέχω]], [[μεθίστημι]], [[μετίστημι]], [[περιχωρέω]], [[ἐκκλίνω]], [[ἐξαυτομολέω]], [[διαβάλλω]], [[μετανίστημι]], [[μεθορμίζω]], [[μετορμίζω]], [[περάω]], [[μεταχωρέω]], [[μετασκευάζω]], [[διαπορεύω]], [[ἐπιδιαβαίνω]], [[ὑπερπηδάω]], [[ἀποφοιτάω]], [[μετατάσσω]], [[μετατάττω]], [[διαβαδίζω]], [[μετανίσσομαι]], [[ὑπερκαταβαίνω]], [[μετεμβαίνω]], [[ὑπερβαίνω]], [[ἐκδιαβαίνω]], [[ὑπερέρχομαι]], [[ὑπεραναβαίνω]], [[διεκβάλλω]], [[μετεξανίσταμαι]], [[μετεισδύνω]], [[μετεκβαίνω]], [[μεταβάλλω]], [[προσχωρέω]], [[προστρέχω]], [[προσκλίνω]], [[ποτικλίνω]], [[ἐπέρχομαι]], [[παροδεύω]], [[διέξειμι]], [[διεκπεράω]], [[ἀποδιδράσκω]], [[ἀποδιδρήσκω]], [[ἄπειμι]], [[ἐκτοπίζω]], [[διαβαίνω]]
|rueltext=[[ἀμφιβάλλω]], [[μεταπίπτω]], [[ἀπολήγω]], [[διαίρω]], [[ἐξυφηγέομαι]], [[ἐξέρχομαι]], [[μέτειμι]], [[αὐτομολέω]], [[ἀναχωρέω]], [[ἐπανέρχομαι]], [[ἀναβαίνω]], [[ἀμβαίνω]], [[διεξέρχομαι]], [[ὁδεύω]], [[καταστρέφω]], [[ἀποτελευτάω]], [[ἐπιπορεύομαι]], [[ὑπεκτρέχω]], [[μεθίστημι]], [[μετίστημι]], [[περιχωρέω]], [[ἐκκλίνω]], [[ἐξαυτομολέω]], [[διαβάλλω]], [[μετανίστημι]], [[μεθορμίζω]], [[μετορμίζω]], [[περάω]], [[μεταχωρέω]], [[μετασκευάζω]], [[διαπορεύω]], [[ἐπιδιαβαίνω]], [[ὑπερπηδάω]], [[ἀποφοιτάω]], [[μετατάσσω]], [[μετατάττω]], [[διαβαδίζω]], [[μετανίσσομαι]], [[ὑπερκαταβαίνω]], [[μετεμβαίνω]], [[ὑπερβαίνω]], [[ἐκδιαβαίνω]], [[ὑπερέρχομαι]], [[ὑπεραναβαίνω]], [[διεκβάλλω]], [[μετεξανίσταμαι]], [[μετεισδύνω]], [[μετεκβαίνω]], [[μεταβάλλω]], [[προσχωρέω]], [[προστρέχω]], [[προσκλίνω]], [[ποτικλίνω]], [[ἐπέρχομαι]], [[παροδεύω]], [[διέξειμι]], [[διεκπεράω]], [[ἀποδιδράσκω]], [[ἀποδιδρήσκω]], [[ἄπειμι]], [[ἐκτοπίζω]], [[διαβαίνω]], [[ὑπερβάλλω]], [[ἔρχομαι]], [[καθήκω]], [[μετέρχομαι]], [[ὑπονοστέω]], [[ὑπεραίρω]], [[ἀναστρέφω]], [[ἀποβαίνω]], [[ἐκπίπτω]], [[πορεύω]], [[ἐκτρέπω]], [[μετατίθημι]], [[περιΐστημι]], [[περιέρχομαι]], [[ἀμείβω]], [[μετακιάθω]]
}}
}}

Latest revision as of 07:41, 15 October 2019

Russian > Greek

ἀμφιβάλλω, μεταπίπτω, ἀπολήγω, διαίρω, ἐξυφηγέομαι, ἐξέρχομαι, μέτειμι, αὐτομολέω, ἀναχωρέω, ἐπανέρχομαι, ἀναβαίνω, ἀμβαίνω, διεξέρχομαι, ὁδεύω, καταστρέφω, ἀποτελευτάω, ἐπιπορεύομαι, ὑπεκτρέχω, μεθίστημι, μετίστημι, περιχωρέω, ἐκκλίνω, ἐξαυτομολέω, διαβάλλω, μετανίστημι, μεθορμίζω, μετορμίζω, περάω, μεταχωρέω, μετασκευάζω, διαπορεύω, ἐπιδιαβαίνω, ὑπερπηδάω, ἀποφοιτάω, μετατάσσω, μετατάττω, διαβαδίζω, μετανίσσομαι, ὑπερκαταβαίνω, μετεμβαίνω, ὑπερβαίνω, ἐκδιαβαίνω, ὑπερέρχομαι, ὑπεραναβαίνω, διεκβάλλω, μετεξανίσταμαι, μετεισδύνω, μετεκβαίνω, μεταβάλλω, προσχωρέω, προστρέχω, προσκλίνω, ποτικλίνω, ἐπέρχομαι, παροδεύω, διέξειμι, διεκπεράω, ἀποδιδράσκω, ἀποδιδρήσκω, ἄπειμι, ἐκτοπίζω, διαβαίνω, ὑπερβάλλω, ἔρχομαι, καθήκω, μετέρχομαι, ὑπονοστέω, ὑπεραίρω, ἀναστρέφω, ἀποβαίνω, ἐκπίπτω, πορεύω, ἐκτρέπω, μετατίθημι, περιΐστημι, περιέρχομαι, ἀμείβω, μετακιάθω