растерзывать: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[διασφαιρίζω]], [[δατέομαι]], [[συνάγνυμι]], [[ὑποκείρω]], [[διαφορέω]], [[ἀνατέμνω]], [[ἀρταμέω]], [[δάπτω]], [[σκύλλω]], [[διαρπάζω]], [[διαδάπτω]], [[καταδάπτω]], [[σαρκάζω]], [[καταρρακόω]], [[διαμελίζω]], [[διασπαράσσω]], [[διασπαράττω]], [[διασπάω]], [[διαδηλέομαι]], [[διαρταμέω]], [[συσπαράσσω]], [[καταδρύπτω]], [[λακίζω]], [[προσαναρρήγνυμι]], [[ἀποδρύπτω]], [[ἀποδρύφω]], [[ἑλκέω]], [[δηϊόω]], [[δῃόω]], [[ἀμφιπένομαι]], [[καταξαίνω]] | |rueltext=[[σπάω]], [[ἕλκω]], [[σπαράσσω]], [[θύω]], [[σφάζω]], [[διασφαιρίζω]], [[δατέομαι]], [[συνάγνυμι]], [[ὑποκείρω]], [[διαφορέω]], [[ἀνατέμνω]], [[ἀρταμέω]], [[δάπτω]], [[σκύλλω]], [[διαρπάζω]], [[διαδάπτω]], [[καταδάπτω]], [[σαρκάζω]], [[καταρρακόω]], [[διαμελίζω]], [[διασπαράσσω]], [[διασπαράττω]], [[διασπάω]], [[διαδηλέομαι]], [[διαρταμέω]], [[συσπαράσσω]], [[καταδρύπτω]], [[λακίζω]], [[προσαναρρήγνυμι]], [[ἀποδρύπτω]], [[ἀποδρύφω]], [[ἑλκέω]], [[δηϊόω]], [[δῃόω]], [[ἀμφιπένομαι]], [[καταξαίνω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 07:30, 15 October 2019
Russian > Greek
σπάω, ἕλκω, σπαράσσω, θύω, σφάζω, διασφαιρίζω, δατέομαι, συνάγνυμι, ὑποκείρω, διαφορέω, ἀνατέμνω, ἀρταμέω, δάπτω, σκύλλω, διαρπάζω, διαδάπτω, καταδάπτω, σαρκάζω, καταρρακόω, διαμελίζω, διασπαράσσω, διασπαράττω, διασπάω, διαδηλέομαι, διαρταμέω, συσπαράσσω, καταδρύπτω, λακίζω, προσαναρρήγνυμι, ἀποδρύπτω, ἀποδρύφω, ἑλκέω, δηϊόω, δῃόω, ἀμφιπένομαι, καταξαίνω