разделять: Difference between revisions
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[μερίζω]], [[μερίσδω]], [[δαίω]], [[δαΐζω]], [[καταμερίζω]], [[μοιράω]], [[δατέομαι]], [[διαδαίομαι]], [[διχάζω]], [[κατακερματίζω | |rueltext=[[διαιρέω]], [[κρίνω]], [[διαλαμβάνω]], [[μερίζω]], [[μερίσδω]], [[δαίω]], [[δαΐζω]], [[καταμερίζω]], [[μοιράω]], [[δατέομαι]], [[διαδαίομαι]], [[διχάζω]], [[κατακερματίζω]], [[χωρίζω]], [[ἀποσπάω]], [[διατειχίζω]], [[κοινωνέω]], [[καταλοχίζω]], [[διαλύω]], [[ἐπινέμω]], [[διέχω]], [[διακρίνω]], [[καταδιαιρέω]], [[ἀντιδιαιρέω]], [[διείργω]], [[διέργω]], [[διαχωρίζω]], [[διαμερίζω]], [[διανέμω]], [[ἐπιδιαιρέω]], [[διαρμόζω]], [[διαρμόττω]], [[διαστέλλω]], [[κατανέμω]], [[διαχέω]], [[διαφορέω]], [[διατμήγω]], [[διακόπτω]], [[τμήγω]], [[διαμοιράω]], [[περιρρήγνυμι]], [[περιρρηγνύω]], [[σχίζω]], [[διασπάω]], [[διασχίζω]], [[νέμω]], [[διαζεύγνυμι]], [[μιστύλλω]], [[τέμνω]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:25, 15 October 2019
Russian > Greek
διαιρέω, κρίνω, διαλαμβάνω, μερίζω, μερίσδω, δαίω, δαΐζω, καταμερίζω, μοιράω, δατέομαι, διαδαίομαι, διχάζω, κατακερματίζω, χωρίζω, ἀποσπάω, διατειχίζω, κοινωνέω, καταλοχίζω, διαλύω, ἐπινέμω, διέχω, διακρίνω, καταδιαιρέω, ἀντιδιαιρέω, διείργω, διέργω, διαχωρίζω, διαμερίζω, διανέμω, ἐπιδιαιρέω, διαρμόζω, διαρμόττω, διαστέλλω, κατανέμω, διαχέω, διαφορέω, διατμήγω, διακόπτω, τμήγω, διαμοιράω, περιρρήγνυμι, περιρρηγνύω, σχίζω, διασπάω, διασχίζω, νέμω, διαζεύγνυμι, μιστύλλω, τέμνω