προτροπάδην: Difference between revisions
ἀλλ᾽ οὐδὲ εἷς τέκτων ὀχυρὰν οὕτως ἐποίησεν θύραν, δι᾽ἧς γαλῆ καὶ μοιχὸς οὐκ εἰσέρχεται → but no carpenter ever made a door so secure that a weasel or a womanizer could not pass through it
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=protropadin | |Transliteration C=protropadin | ||
|Beta Code=protropa/dhn | |Beta Code=protropa/dhn | ||
|Definition=[ᾰ], Dor. -δᾱν, Adv., (προτρέπω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> | |Definition=[ᾰ], Dor. -δᾱν, Adv., (προτρέπω) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[turned forwards]], i.e. <b class="b2">headforemost, with headlong speed</b>, π. φοβέοντο <span class="bibl">Il.16.304</span>; π. σπεύδειν <span class="bibl">Pi.<span class="title">P.</span>4.94</span>; φεύγειν <span class="bibl">Pl.<span class="title">Smp.</span>221b</span>, <span class="bibl">Arr.<span class="title">An.</span>3.28.3</span>; φέρεσθαι <span class="bibl">Plb.12.4.4</span>; <b class="b3">π. ὤσασθαι</b> to drive [[headlong]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Ages.</span>18</span>; φήμαις ψευδέσι π. πεσοῦνται <span class="bibl">Ph.2.432</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:08, 1 July 2020
English (LSJ)
[ᾰ], Dor. -δᾱν, Adv., (προτρέπω)
A turned forwards, i.e. headforemost, with headlong speed, π. φοβέοντο Il.16.304; π. σπεύδειν Pi.P.4.94; φεύγειν Pl.Smp.221b, Arr.An.3.28.3; φέρεσθαι Plb.12.4.4; π. ὤσασθαι to drive headlong, Plu.Ages.18; φήμαις ψευδέσι π. πεσοῦνται Ph.2.432.
German (Pape)
[Seite 794] adv., vorwärts gewendet, bes. von eiliger Flucht, ohne sich umzusehen, dah. überh. eilig; φοβέοντο, Il. 16, 304; προτρ. ἵκετο σπεύδων, Pind. P. 4, 94; τοὺς προτρ. φεύγοντας, Plat. Conv. 221 c, Xen. Mem. 1, 3, 13; u. so Folgde, wie Pol. 1, 12, 3 u. öfter; auch προτροπάδην φέρεται καὶ συντρέχει τὰ ζῶα πρὸς τὴν σάλπιγγα, 12, 3, 4; ὤσασθαι προτρ. τοὺς Θηβαίους, in die Flucht schlagen, Plut. Agesil. 18.
Greek (Liddell-Scott)
προτροπάδην: [ᾰ], Δωρ. -δαν, Ἐπίρρ. (προτρέπω), ἐστραμμένος πρὸς τὰ ἐμπρός, χωρὶς νὰ βλέπῃ πρὸς τὰ ὀπίσω, δρομαίως, πρ. φοβέοντο, «ἠπειγμένως καὶ ὁλοσχερῶς ἐκστρέψαντες τὰ νῶτα» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 304· πρ. σπεύδειν Πινδ. Π. 4, 167· φεύγειν Πλάτ. Συμπ. 221C· φέρεσθαι Πολύβ. 12. 4, 4· πρ. ὤσασθαι Πλουτ. Ἀγησ. 18. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προτροπάδην· εἰς τοὔμπροσθεν τετραμμένοι. ἢ φεύγων καὶ διώκων ὡς ἐν μάχῃ», πρβλ. καὶ Σουΐδ. καὶ Φώτ.
French (Bailly abrégé)
adv.
en déroute, en désordre.
Étymologie: προτρέπω, -δην.
English (Autenrieth)
adv., in headlong flight, Il. 16.304†.
Greek Monolingual
ΝΑ, και δωρ. τ. προτροπάδαν Α
επίρρ. (για άνθρωπο ή ζώο που φεύγει) δρομέως, τάχιστα, χωρίς να βλέπει προς τα πίσω, κν. στα τέσσερα (α. «έφυγε προτροπάδην» β. «προτροπάδην φοβέοντο», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. προ-τροπ- του προ-τρέπω (πρβλ. προ-τροπ-ή) + επιρρμ. κατάλ. -άδην (πρβλ. περι-στολ-άδην)].
Greek Monotonic
προτροπάδην: [ᾰ], Δωρ. -δαν, επίρρ. (προτρέπω), τρέχοντας και χωρίς να γυρίζει να βλέπει πίσω, βιατικά, άρον άρον, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
προτροπάδην: дор. προτροπάδᾱν (πᾰ) adv. повернувшись вспять, т. е. без оглядки, поспешно (σπεύδειν Pind.; φεύγειν Plat., Plut.; φέρεσθαι Polyb.; ὤσασθαι Plut.): π. φοβεῖσθαι Hom. бежать в страхе.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προτροπάδην, Dor. προτροπάδᾱν [προτρέπω] adv., halsoverkop.