πυγαῖος: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pygaios
|Transliteration C=pygaios
|Beta Code=pugai=os
|Beta Code=pugai=os
|Definition=α, ον, (πυγή) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">on the rump</b>: </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">I</span> <b class="b3">τὸ π</b>.,= <b class="b3">ἡ πυγή</b>, <span class="bibl">Hp. <span class="title">Art.</span>57</span>,<span class="bibl">78</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>620a15</span>: pl., <span class="bibl">Archipp.41</span> (s.v.l.), <span class="bibl">Sor.1.102</span>, Dsc. <span class="title">Eup.</span>2.56, Hsch., Phot.; <b class="b3">τὸ π. ἄκρον</b>, of a bird, <span class="bibl">Hdt.2.76</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">πυγαῖα, τά</b>, in Architecture,= <b class="b3">σπεῖρα</b>, <b class="b2">base of a column</b>, Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = [[κατάπυγος]], Suid. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">IV</span> v. [[πυγλίον]].</span>
|Definition=α, ον, (πυγή) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or <b class="b2">on the rump</b>: </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">I</span> <b class="b3">τὸ π</b>.,= <b class="b3">ἡ πυγή</b>, <span class="bibl">Hp. <span class="title">Art.</span>57</span>,<span class="bibl">78</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>620a15</span>: pl., <span class="bibl">Archipp.41</span> (s.v.l.), <span class="bibl">Sor.1.102</span>, Dsc. <span class="title">Eup.</span>2.56, Hsch., Phot.; <b class="b3">τὸ π. ἄκρον</b>, of a bird, <span class="bibl">Hdt.2.76</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b3">πυγαῖα, τά</b>, in Architecture,= <b class="b3">σπεῖρα</b>, [[base of a column]], Hsch. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> = [[κατάπυγος]], Suid. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">IV</span> v. [[πυγλίον]].</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 12:00, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡγαῖος Medium diacritics: πυγαῖος Low diacritics: πυγαίος Capitals: ΠΥΓΑΙΟΣ
Transliteration A: pygaîos Transliteration B: pygaios Transliteration C: pygaios Beta Code: pugai=os

English (LSJ)

α, ον, (πυγή)

   A of or on the rump:    I τὸ π.,= ἡ πυγή, Hp. Art.57,78, Arist.HA620a15: pl., Archipp.41 (s.v.l.), Sor.1.102, Dsc. Eup.2.56, Hsch., Phot.; τὸ π. ἄκρον, of a bird, Hdt.2.76.    II πυγαῖα, τά, in Architecture,= σπεῖρα, base of a column, Hsch.    III = κατάπυγος, Suid.    IV v. πυγλίον.

German (Pape)

[Seite 813] zum Steiß gehörig, am Steiß; τὸ πυγαῖον ἄκρον, der Bürzel der Vögel, Her. 2, 76, wie Arist. H. A. 9, 35. – Τὸ πυγαῖον, bei Sp. = πυγή, Poll. 2, 183; – τὰ πυγαῖα in der Baukunst die Unterlage der Säulen, der Säulenstuhl, sonst σπεῖρα, VLL. – Nach Suid. auch = κατάπυγος.

Greek (Liddell-Scott)

πῡγαῖος: -α, -ον, (πυγή) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πυγὴν ἢ ὁ ἐν τῇ πυγῆ, Ι. τὸ πυγαῖον = ἡ πυγή, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 823, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 35· τὸ π. ἄκρον, ἐπὶ πτηνοῦ, Ἡρόδ. 2. 76· - ὡσαύτως ἡ πυγαία, Πολυδ. Β΄, 183. ΙΙ. πυγαῖα, τὰ, ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, ἡ βάσις κίονος, ἀλλαχοῦ σπεῖρα· «πυγαῖα· τὰς σπείρας τῶν κιόνων» Ἡσύχ. 2) «τοῦ σώματος ἡμῶν τὰ κατὰ τὸ ἱερὸν ὀστοῦν» Σουΐδ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ. πυγαῖα. ΙΙΙ. «πυγαῖος, ὁ ἀκόλαστος» Σουΐδ. ἐν λ. πυγαία.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
des fesses ; τὸ πυγαῖον ἄκρον croupion.
Étymologie: πυγή.

Greek Monolingual

-α, -ο / πυγαῑος, -αία, -ον, ΝΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυγή, στην ουρά, ουραίος, οπίσθιος («τῶν πτερύγων καὶ τοῦ πυγαίου ἄκρου», Ηρόδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πυγαία
βάση κίονα, βάθρο στύλου ή στήλης
νεοελλ.
το ουδ. εν. ως ουσ. το πυγαίο(ν)
στρ. το οπίσθιο τμήμα του σωλήνα πυροβόλου
αρχ.
1. (κατά το λεξ. Σούδα) ο ακόλαστος, ο κίναιδος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πυγαῑον
η πυγή
3. (το θηλ. εν και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ πυγαία και τὰ πυγαῑα
η περιοχή του ιερού οστού του ανθρώπινου σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυγή + κατάλ. -αῖος (πρβλ. αγορ-αίος)].

Greek Monotonic

πῡγαῖος: -α, -ον (πυγή), αυτός που ανήκει ή βρίσκεται πάνω στον γλουτό· τὸ πυγαῖον = ἡ πυγή, γλουτός, πισινός, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυγαῖος -α -ον [πυγή] van de billen: subst. τὸ πυγαῖον achterste, billen. Hp. Art. 57; τὸ π. ἄκρον stuitje Hdt. 2.76.2.

Middle Liddell

πῡγαῖος, η, ον πυγή
of or on the rump: τὸ πυγαῖον = ἡ πυγή, the rump, Hdt.