σκευωρία: Difference between revisions
Δίκαιον εὖ πράττοντα μεμνῆσθαι θεοῦ → Die tuenda memoria in rebus bonis → Wenn es dir gut geht, denk an Gott, dies ist gerecht
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skevoria | |Transliteration C=skevoria | ||
|Beta Code=skeuwri/a | |Beta Code=skeuwri/a | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[care of baggage]], etc., <span class="bibl">Poll.10.15</span>: generally, | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[care of baggage]], etc., <span class="bibl">Poll.10.15</span>: generally, [[great care]], [[excessive care]], σ. ποιεῖσθαι περὶ τοὺς νεοττούς <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>631b15</span>, etc.; <b class="b3">ἡ περὶ ταῦτα σ</b>. <span class="bibl">Id.<span class="title">GA</span>718a33</span>; σ. γίγνεται περί τι <span class="bibl">Philem.61</span>; [[critical nicety]] or [[elaboration]], <span class="bibl">D.H. <span class="title">Comp.</span>25</span>; σ. διθυραμβική <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>29</span>; <b class="b3">τεχνική</b> ib.<span class="bibl">5</span>, cf. Phld.<span class="title">Rh.</span>1.65 S. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[knavery]], [[intrigue]], <span class="bibl">D.55.2</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Lys.</span>25</span>, <span class="bibl"><span class="title">Dio</span> 30</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:18, 1 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A care of baggage, etc., Poll.10.15: generally, great care, excessive care, σ. ποιεῖσθαι περὶ τοὺς νεοττούς Arist.HA631b15, etc.; ἡ περὶ ταῦτα σ. Id.GA718a33; σ. γίγνεται περί τι Philem.61; critical nicety or elaboration, D.H. Comp.25; σ. διθυραμβική Id.Th.29; τεχνική ib.5, cf. Phld.Rh.1.65 S. II knavery, intrigue, D.55.2, Plu.Lys.25, Dio 30.
German (Pape)
[Seite 894] ἡ, 1) Sorgfalt, Emsigkeit; περὶ τοὺς νεοττοὺς ποιούμενοι σκευωρίαν, Arist. H. A. 9, 49; gen. anim. 1, 7; bes. übertriebene, lästige Sorgfalt, Meineke Meandr. p. 375 (eigtl. im Bewachen des Gepäcks); τεχνική, künstliche Behandlung, D. Hal. iud. Thuc. 5. – 2) schlauer Anschlag, List, Betrug, Tücke; Dem. 55, 2 von einem boshafter Weise angestellten Processe; κατά τινος, Plut. Dion. 30.
Greek (Liddell-Scott)
σκευωρία: ἡ, προσοχὴ ἢ φύλαξις τῶν σκευῶν, κτλ., Πολυδ. Ι΄ 15· ἀκολούθως, καθόλου, μεγάλη φροντίς, ὑπερβολικὴ μέριμνα, σκ. ποιεῖσθαι περὶ τοὺς νεοττοὺς Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49, 3, κτλ.· ἡ περὶ ταῦτα σκευωρία ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 1. 7, 3· σκ. γίγνεται περί τι Φιλήμ. ἐν «Παρεισιόντι» 2· λεπτότης κριτικὴ ἢ τεχνικὴ ἐπεξεργασία, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 25· σκ. ποιητικὴ ὁ αὐτ. π. Θουκ. 29· τεχνικὴ αὐτόθι 5. II. τέχνασμα, πανουργία, ῥᾳδιουργία, Δημ. 1272. 8, πρβλ. Πλουτ. Λύσανδρ. 25, Διον. 30.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
maniement, mise en œuvre ; en mauv. part machination, intrigue.
Étymologie: σκευωρέω.
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και σκαιωρία Α σκευωρός
δόλιο τέχνασμα, μηχανορραφία, ραδιουργία (α. «έπεσε θύμα σκευωρίας τών υφισταμένων του» β. «περιγενομένου μου της τούτων σκευωρίας», Δημοσθ.)
αρχ.
1. φροντίδα, επιμέλεια ή φύλαξη τών σκευών
2. πολύ μεγάλη φροντίδα, ιδιαίτερη μέριμνα
3. κριτική λεπτότητα ή τεχνική επεξεργασία
4. (κατά τον Ησύχ.) «ὄρχησις, χορεία, καιρία, παιδιὰ καὶ τὰ ὅμοια».
Greek Monotonic
σκευωρία: ἡ,
I. φροντίδα, επιμέλεια των αποσκευών· απ' όπου, γενικά, μεγάλη φροντίδα, υπερβολική φροντίδα, επαγρύπνηση, σε Αριστ.
II. τέχνασμα, δόλος, μηχανορραφία, απάτη, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
σκευωρία: ἡ
1) заботливое отношение (σκευωρίαν ποιεῖσθαι περί τινα Arst.);
2) происки, хитрость, коварство Dem.: σ. τοῦ πλάσματος Plut. хитрый обман.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκευωρία -ας, ἡ [σκευωρέω] achterbaks gedrag, gemene streek:. σκευωρία κατὰ τῶν Συρακουσίων een valse streek tegen de Syracusanen Plut. Dion 30.5.
Middle Liddell
σκευωρία, ἡ,
I. attention to baggage: hence, generally, great care, excessive care, Arist.
II. fabrication, knavery, intrigue, Dem. [from σκευωρός