σπατίλη: Difference between revisions
ὣς ὁ μὲν ἔνθ' ἀπόλωλεν, ἐπεὶ πίεν ἁλμυρὸν ὕδωρ → so there he perished, when he had drunk the salt water
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym | ||
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: 1. [[thin excrement]] (Hp., Ar. Pax 48, D.C.); <b class="b3">σπατίλουροι οἱ την οὑρὰν εἰς την σπατίλην ἐκτιθέντες</b> H.; unclear | |etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: 1. [[thin excrement]] (Hp., Ar. Pax 48, D.C.); <b class="b3">σπατίλουροι οἱ την οὑρὰν εἰς την σπατίλην ἐκτιθέντες</b> H.; unclear [[σπατιλοκολυμφευ]] Sophr. (PSI 11, 1214 d 4). 2. [[leather waste]] (Sch. Ar. l. c.);<br />Other forms: auch [[πατίλη]] (An. Ox.).<br />Derivatives: Also [[παστίλη]] = <b class="b3">ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ ἐνιαυτοῦ</b> (Hdn. Gr. 1, 322, 19).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: Formation like [[μαρίλη]], [[κονίλη]], [[χονδρίλη]] etc. (vgl. Chantraine Form. 249). In the 2. meaning to [[σπάτος]] (s. v.). Also the meaning. [[thin excrement]] may be combined with it as euphemistic metaphor; (to which the phonetic cimilarity with [[τῖλος]], [[τιλάω]] may have contributed). Since Meillet MSL 13, 291 f. however usually connected with <b class="b3">οἰ-σπώτη</b>. The furher analysis in <b class="b3">*σπατο-τίλη</b> (WP. 2, 682 f. w. lit.) does not inspire confidence with a word of this characted. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 19:20, 7 July 2020
English (LSJ)
[ῑ], ἡ,
A thin excrement, as in diarrhoea, Hp.Acut.28: generally, ordure, Ar.Pax48, D.C.46.5 (pl.). II (σπάτος) parings of leather, Sch.Ar. l.c.; also πατίλη An.Ox.2.303; παστίλη Hdn. Gr.1.322.
German (Pape)
[Seite 918] ἡ, dünner Stuhlgang; Ar. Pax 48, Menschenkoth; neben ὀϊσπώτη u. ὑσπέλεθος, D. Cass. 46, 5. – Nach Schol. Ar. a. a. O. auch Lederschnitzet. – Comp. aus σκῶρ und τιλάω?
Greek (Liddell-Scott)
σπᾰτίλη: [ῑ], ἡ, λεπτὸν ἀποπάτημα, ὡς ἐν διαρροίᾳ, «τσίρλα», Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 388· καθόλου, κόπρος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 48. ΙΙ. (σπάτος) ἀποξύσματα, ἀποκοψίδια τῶν δερμάτων, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ὠσαύτως πατίλη Ἀνέκδ. Ὀξων. 2. 303· παστίλη Ἀρκάδ. 109, Θεογνώστ. Κανόν. 111. 10. - Καθ’ Ἡσύχ. «τὸ ὑγρὸν διαχώρημα».
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
excrément liquide ; particul. excrément de l’homme.
Étymologie: σπάω.
Greek Monolingual
και πατίλη, ἡ, Α
1. υδαρές αποπάτημα
2. αποπάτημα, κόπρος
3. μικρά κομμάτια, κοψίδια από δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. λ., η οποία εμφανίζει επίθημα -ίλη, που απαντά σε λ. του καθημερινού λεξιλογίου της Αρχαίας (πρβλ. κον-ίλη, μαρ-ίλη). Η λ. με τη σημ. «κομμάτια από δέρμα» προήλθε, κατά μία άποψη, από τον τ. σπάτος «δέρμα» (< σπάω) και στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε κατ' ευφημισμόν με σημ. «υδαρές αποπάτημα», πιθ. κατ' επίδραση τών τῖλος «υδαρές αποπάτημα», τιλῶ «αποπατώ». Η σύνδεση της λ. με τον τ. οἰσπώτη «κοπριά», όπως και η άποψη ότι η λ. σπατίλη προέρχεται με απλολογία από έναν συνθ. τ. σπατο-τίλη (< σπάτος / τῖλος), δεν θεωρούνται πιθανές].
Greek Monotonic
σπᾰτίλη: [ῑ], ἡ, περίττωμα, έκκριση, ακαθαρσία, σε Αριστοφ. (πιθ. συγγενές προς το σκώρ, σκατός).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπατίλη -ης, ἡ [σπάω?] ontlasting, poep; Aristoph. Pax 48; diarree. Hp. Acut. 28.
Russian (Dvoretsky)
σπᾰτίλη: ἡ (ῑ) испражнения, экскременты Arph.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: 1. thin excrement (Hp., Ar. Pax 48, D.C.); σπατίλουροι οἱ την οὑρὰν εἰς την σπατίλην ἐκτιθέντες H.; unclear σπατιλοκολυμφευ Sophr. (PSI 11, 1214 d 4). 2. leather waste (Sch. Ar. l. c.);
Other forms: auch πατίλη (An. Ox.).
Derivatives: Also παστίλη = ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ ἐνιαυτοῦ (Hdn. Gr. 1, 322, 19).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation like μαρίλη, κονίλη, χονδρίλη etc. (vgl. Chantraine Form. 249). In the 2. meaning to σπάτος (s. v.). Also the meaning. thin excrement may be combined with it as euphemistic metaphor; (to which the phonetic cimilarity with τῖλος, τιλάω may have contributed). Since Meillet MSL 13, 291 f. however usually connected with οἰ-σπώτη. The furher analysis in *σπατο-τίλη (WP. 2, 682 f. w. lit.) does not inspire confidence with a word of this characted.
Middle Liddell
σπᾰτί¯λη, ἡ,
excrement, Ar. [Perh. akin to σκώρ, σκατός.]
Frisk Etymology German
σπατίλη: {spatī́lē}
Forms: auch πατίλη (An. Ox.);
Grammar: f.
Meaning: 1. dünner Stuhlgang (Hp., Ar. Pax 48, D.C.); σπατίλουροι· οἱ τὴν οὐρὰν εἰς τὴν σπατίλην ἐκτιθέντες H.; unklar σπατιλοκολυμφευ Sophr. (PSI 11, 1214 d 4). 2. Lederabfälle (Sch. Ar. l. c.);
Derivative: daneben παστίλη = ἡ τελευταία ἡμέρα τοῦ ἐνιαυτοῦ (Hdn. Gr. 1, 322, 19).
Etymology : Bildung wie μαρίλη, κονίλη, χονδρίλη usw. (vgl. Chantraine Form. 249). In der 2. Bed. zu σπάτος (s. d.). Auch die Bed. dünner Stuhlgang dürfte als euphemistische Metapher damit vereinbar sein; dabei mag die lautliche Ähnlichkeit mit τῖλος, τιλάω eingewirkt haben. Seit Meillet MSL 13, 291 f. dagegen gewöhnlich mit οἰσπώτη verbunden. Die weitere Zerlegung in *σπατοτίλη (WP. 2, 682 f. m. Lit.) erweckt bei einem Wort dieses Charakters kein Vertrauen.
Page 2,759