μεταμώνιος: Difference between revisions

From LSJ

κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
Line 35: Line 35:
}}
}}
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[idle]], [[vain]], [[useless]] (Hom., Pi., Theoc.; always <b class="b3">-α</b>, n. pl.), later, associated with <b class="b3">ἄνεμος</b>, <b class="b2">borne by the wind, raised on high</b> (Simon., Ar.).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: Synonymous with <b class="b3">ἀνεμώλιος</b> and like this to <b class="b3">ἄνεμος</b>; so hypostasis of <b class="b3">μετ</b>' <b class="b3">ἀνέμων</b> for <b class="b3">*μετ-ανεμ-ώνιος</b> with syllable dissimilation (Schwyzer 37 a. 263); on <b class="b3">-ώνιος</b> Chantraine Form. 42 f. From there falsely deduced <b class="b3">μωνιή ὀλιγωρία</b> and <b class="b3">μωνιόν μάταιον</b>, <b class="b3">ἀχρεῖον</b> H., s. Bechtel Lex. s. v. -- Not to <b class="b3">μάτην</b> (Prellwitz, Bq).
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[idle]], [[vain]], [[useless]] (Hom., Pi., Theoc.; always <b class="b3">-α</b>, n. pl.), later, associated with <b class="b3">ἄνεμος</b>, [[borne by the wind]], [[raised on high]] (Simon., Ar.).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]<br />Etymology: Synonymous with <b class="b3">ἀνεμώλιος</b> and like this to <b class="b3">ἄνεμος</b>; so hypostasis of <b class="b3">μετ</b>' <b class="b3">ἀνέμων</b> for <b class="b3">*μετ-ανεμ-ώνιος</b> with syllable dissimilation (Schwyzer 37 a. 263); on <b class="b3">-ώνιος</b> Chantraine Form. 42 f. From there falsely deduced <b class="b3">μωνιή ὀλιγωρία</b> and <b class="b3">μωνιόν μάταιον</b>, <b class="b3">ἀχρεῖον</b> H., s. Bechtel Lex. s. v. -- Not to <b class="b3">μάτην</b> (Prellwitz, Bq).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 12:45, 5 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετᾰμώνιος Medium diacritics: μεταμώνιος Low diacritics: μεταμώνιος Capitals: ΜΕΤΑΜΩΝΙΟΣ
Transliteration A: metamṓnios Transliteration B: metamōnios Transliteration C: metamonios Beta Code: metamw/nios

English (LSJ)

ον, poet. Adj.

   A vain, idle, μ. νήματα vainly-woven, Od.2.98; μεταμώνια βάζεις talkest idly, 18.332; τὰ δὲ πάντα θεοὶ μ. θεῖεν may the gods give all that to the winds, Il.4.363; ψεύδη μ. Pi.O.12.6; μ. θηρεύω Id.P.3.23; τὰ δ' οὐκ ἄρ' ἔμελλε θεὸς μ. θήσειν Theoc.22.181. —Used by Hom. only in neut. pl.: the etym. is dub., cf. μωνιή, μωνιόν; but later Poets apptly. connected the word with ἄνεμος (as if for μετανεμώνιος) ; κονία μεταμώνιος ἀέρθη borne by the wind, on high, Simon.16; ἐς κόρακας βαδιεῖ μεταμώνιος Ar.Pax117, ubi v. Sch.:— μεταμώλιος is v.l. in several passages; cf. ἀνεμώλιος.

German (Pape)

[Seite 150] schon von den Alten auf μετά u. ἄνεμος zurückgeführt, und μάταια, ἀνεμοφόρητα erkl., vgl. ἀνεμώλιος, welches Wort auch die Schreibung μεταμώλιος rechtfertigen sollte, die aber nach den bessern mss. in Hom. u. Pind. verworfen ist; eigtl. mit dem Winde dahingetragen, d. i. nichtig, vergeblich, ohne Erfolg; τὰ δὲ πάντα θεοὶ μεταμώνια θεῖεν, Il. 4, 363; μή μοι μεταμώνια νήματ' ὄληται, Od. 2, 98. 19, 143. 24, 133, ungenütztes Garn, vergeblich gemachtes, nicht gebrauchtes Gespinnst; μεταμώνια βάζειν, nichtiges Zeug reden, in den Wind schwatzen, Od. 18, 332. 392; ἐλπίδες ἀνδρῶν τέμνοισαι πολλὰ ψεύδη μεταμώνια, Pind. Ol. 12, 6, u. ähnl. μεταμώνια θηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν, P. 3, 23; die Ableitung ist noch mehr zu erkennen bei Ar. Pax 117, ὡς σὺ μετ' ὀρνίθων – ἐς κόρακας βαδιεῖ μεταμώνιος.

Greek (Liddell-Scott)

μετᾰμώνιος: -ον, ποιητ. ἐπίθετ. ἐν χρήσει ὡς τὸ μάταιος, «χαμένος», μεταμώνια νήματα Ὀδ. Β. 98., Τ. 143· μεταμώνια βάζειν, λέγειν μάταια, «χαμένα», ἀνόητα, Σ. 332, 392· τὰ δὲ πάντα θεοὶ μετ. θεῖεν, «μάταια ποιήσειαν» (Σχόλ.), Ἰλ. Δ. 363· οὕτω, μ. ψεύδεα Πινδ. Ο. 12. 8· μ. θηρεύειν ὁ αὐτ. Π. 3. 40· τὰ δ’ οὐκ ἄρ’ ἔμελλε θεὸς μ. θήσειν Θεόκρ. 22. 181. ― Ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον κατὰ πληθ. οὐδ., ἴδε κατωτ. Πιθ. ἀντὶ μετανεμώνιος, ἐκ τῆς προθέσ. μετὰ καὶ τοῦ ἄνεμος, πρβλ. ἀνεμώνη, ― ἂν καὶ ἡ κυριολεκτικὴ σημασία φαίνεται ἀπαντῶσα μόνον παρὰ τοῖς μεθ’ Ὅμηρον συγγραφεῦσι, κονία μεταμώνιος ἤρθη, ἤρθη ὑψηλά, ἐγένετο, ἀνεμοφόρητος, Σιμων. 11· ἐς κόρακας βαδιεῖ μεταμώνιος Ἀριστοφ. Εἰρ. 117, ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ. Παρὰ τοῖς παλαιοτέροις ποιηταῖς, μεταμώνιος εἶναι ἡ γραφὴ τῶν ἀρίστων Ἀντιγράφ. καὶ οὐχὶ μεταμώλιος, ἂν καὶ τὸ δεύτερον τοῦτο δύναται νὰ ὑποστηριχθῇ διὰ τοῦ Ὁμηρ. συνωνύμ. ἀνεμώνιος, πρβλ. πλεύμων, πνεύμων, κτλ. ― Παρ’ Ἡσυχ.: «μεταμώνια· μάταια. ἀνεμοφόρητα. ἀχρεῖα».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 aussi léger que le vent;
2 fig. sans consistance, vain, frivole.
Étymologie: par dissimil p. *μετ-ανεμώνιος, de μετά, ἄνεμος.

English (Autenrieth)

vain, fruitless, only neut. pl. (v. l. μεταμώλια).

English (Slater)

μετᾰμώνιος
   1 vain ψεύδη μεταμώνια τάμνοισαι κυλίνδοντ' ἐλπίδες (O. 12.6) n. pl. pro subs., μεταμώνια θηρεύων ἀκράντοις ἐλπίσιν (P. 3.23)

Greek Monolingual

μεταμώνιος, -ον (Α)
1. μάταιος, ανωφελής («τὰ δὲ πάντα θεοὶ μεταμώνια θεῑεν», Ομ. Ιλ.)
2. αυτός που μεταφέρθηκε ψηλά και διασκορπίστηκε από τον άνεμο, ανεμοφόρητοςκονία μεταμώνιος ἀέρθη», Σιμων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται άμεσα με το επίθ. ἀνεμώλιος «ανώφελος» και σχηματίστηκε από το μετανεμώνιος (με σίγηση της συλλαβής -νε- κατά το φαινόμενο της απλολογίας) πιθ. < φρ. μετ' ἀνέμων].

Greek Monotonic

μετᾰμώνιος: -ον (ἄνεμος),·
I. ο γεννημένος από τον άνεμο, τὰ δὲ πάντα θεοὶ μεταμώνιοι θεῖεν, μακάρι οι θεοί να σκόρπιζαν όλα αυτά στους ανέμους, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐς κόρακας βαδιεῖ μεταμώνιος, σε Αριστοφ.
II. άχρηστος, μάταιος, άσκοπος, μεταμώνια νήματα, μάταια υφασμένοι ιστοί, σε Ομήρ. Οδ.· μεταμώνια βάζειν, μιλώ άσκοπα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

μετᾰμώνιος: [из *μετ-ανεμώνιος от ἄνεμος, по по друг. от μάταιος
1) легкий, легковесный: μεταμώνια βάζειν Hom. болтать вздор; ὡς σὺ μετ᾽ ὀρνίθων βαδιεῖ μ.; Arph. так ты упорхнешь с птицами?;
2) пустой, бесплодный, напрасный (ψεύδεα Pind.): τὰ δὲ πάντα θεοὶ μεταμώνια θεῖεν Hom. пусть все это боги обратят в ничто, т. е. забудем это; μή μοι μεταμώνια νήματ᾽ ὄληται Hom. чтобы пряжа моя зря не пропала.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: idle, vain, useless (Hom., Pi., Theoc.; always , n. pl.), later, associated with ἄνεμος, borne by the wind, raised on high (Simon., Ar.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: Synonymous with ἀνεμώλιος and like this to ἄνεμος; so hypostasis of μετ' ἀνέμων for *μετ-ανεμ-ώνιος with syllable dissimilation (Schwyzer 37 a. 263); on -ώνιος Chantraine Form. 42 f. From there falsely deduced μωνιή ὀλιγωρία and μωνιόν μάταιον, ἀχρεῖον H., s. Bechtel Lex. s. v. -- Not to μάτην (Prellwitz, Bq).

Middle Liddell

μετ-ᾰμώνιος, ον ἄνεμος
I. borne by the wind, τὰ δὲ πάντα θεοὶ μετ. θεῖεν may the gods give all that to the winds, Il.; ἐς κόρακας βαδιεῖ μεταμώνιος Ar.
II. bootless, vain, idle, μεταμώνια νήματα vainly-woven webs, Od.; μεταμώνια βάζειν to talk idly, Od.

Frisk Etymology German

μεταμώνιος: {metamṓnios}
Meaning: eitel, vergeblich, unnütz (Hom., Pi., Theok.; immer -α, n. pl.), später, mit ἄνεμος direkt assoziiert, vom Wind getragen, in die Höhe gehoben (Simon., Ar.).
Etymology : Mit ἀνεμώλιος synonym und wie dies zu ἄνεμος; somit durch Hypostasierung von μετ’ ἀνέμων für *μετανεμώνιος mit Silbendissimilation (Schwyzer 37 u. 263); zu -ώνιος Chantraine Form. 42 f. Daraus falsch erschlossen μωνιή· ὀλιγωρία und μωνιόν· μάταιον, ἀχρεῖον H., s. Bechtel Lex. s. v. — Nicht zu μάτην (Prellwitz, Bq).
Page 2,217