προσεμβαίνω: Difference between revisions
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=prosemvaino | |Transliteration C=prosemvaino | ||
|Beta Code=prosembai/nw | |Beta Code=prosembai/nw | ||
|Definition=<span class="sense" | |Definition=<span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[step upon]], [[trample on]], <b class="b3">οὐ γὰρ θανόντι καὶ προσεμβῆναί σε χρή</b>; <span class="bibl">S.<span class="title">Aj.</span>1348</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> [[step into]], [[enter]], εἴς τι Dsc.5.11.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 19:30, 11 December 2020
English (LSJ)
A step upon, trample on, οὐ γὰρ θανόντι καὶ προσεμβῆναί σε χρή; S.Aj.1348. II step into, enter, εἴς τι Dsc.5.11.
German (Pape)
[Seite 759] (s. βαίνω), noch dazu hineinsteigen, hineingehen; – übertr., noch dazu mit Füßen treten, schimpflich behandeln, wie insultare, θανόντι, Soph. Ai. 1327.
Greek (Liddell-Scott)
προσεμβαίνω: πατῶ ἐπί τινος, καταπατῶ, λατ. insultare, οὐ γὰρ θανόντι καὶ προσεμβῆναί σε χρή; Σοφ. Αἴ. 1348. ΙΙ. ἐμβαίνω εἰς, εἰσέρχομαι, εἴς τι Διοσκ. 5. 19.
French (Bailly abrégé)
marcher en outre sur, càd fouler en outre aux pieds, τινι.
Étymologie: πρός, ἐμβαίνω.
Greek Monolingual
Α ἐμβαίνω
1. πατώ πάνω σε κάτι, ποδοπατώ, καταπατώ επιπροσθέτως
2. εισέρχομαι κάπου («εἰ προσεμβαίνει τις εἰς θερμόν αὐτό, ὠφελεῑ», Διοσκ.)
3. μτφ. χλευάζω, προσβάλλω επιπροσθέτως («οὐ γὰρ θανόντι καὶ προσεμβῆναί με χρή», Σοφ.).
Greek Monotonic
προσεμβαίνω: πατώ πάνω σε κάποιον, καταπατώ, τινί, σε Σοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-εμβαίνω ook nog vertrappen, met dat.
Russian (Dvoretsky)
προσεμβαίνω: (сверх того) наступать, попирать ногами (θανόντι Soph.).