κατείβω: Difference between revisions
Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kateivo | |Transliteration C=kateivo | ||
|Beta Code=katei/bw | |Beta Code=katei/bw | ||
|Definition=poet. for [[καταλείβω]], <span class="sense" | |Definition=poet. for [[καταλείβω]], <span class="sense"> <span class="bld">A</span> [[let flow down]], [[shed]], τί νυ δάκρυ κατείβετον <span class="bibl">Od.21.86</span>:—Med., [[flow apace]], θαλερὸν δὲ κατείβετο δάκρυ παρειῶν <span class="bibl">Il.24.794</span>; <b class="b3">τὸ κατειβόμενον Στυγὸς ὕδωρ</b> Styx's [[downward flowing]] water, <span class="bibl">Od.5.185</span>: metaph., <b class="b3">κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰών</b> life [[was flowing]], [[passing away]], ib.<span class="bibl">152</span>: rare in Att., <b class="b3">τί δάκρυον κατείβεται</b>; <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span> 127</span> (paratrag.). </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> trans., [[flood]], [[overflow]], metaph., Ἔρος κατείβων καρδίαν <span class="bibl">Alcm.36</span>:—Pass., [[overflow with]], <b class="b3">γλυκερῇ κατείβετο θυμὸν ἀνίῃ</b>, <span class="bibl">A.R.3.290</span>; <b class="b3">κατείβετο θυμὸς ἀκουῇ</b> ib.<span class="bibl">1131</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:45, 11 December 2020
English (LSJ)
poet. for καταλείβω, A let flow down, shed, τί νυ δάκρυ κατείβετον Od.21.86:—Med., flow apace, θαλερὸν δὲ κατείβετο δάκρυ παρειῶν Il.24.794; τὸ κατειβόμενον Στυγὸς ὕδωρ Styx's downward flowing water, Od.5.185: metaph., κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰών life was flowing, passing away, ib.152: rare in Att., τί δάκρυον κατείβεται; Ar.Lys. 127 (paratrag.). II trans., flood, overflow, metaph., Ἔρος κατείβων καρδίαν Alcm.36:—Pass., overflow with, γλυκερῇ κατείβετο θυμὸν ἀνίῃ, A.R.3.290; κατείβετο θυμὸς ἀκουῇ ib.1131.
German (Pape)
[Seite 1394] poet. = καταλείβω, herabfließen lassen, vergießen; τί νυ δάκρυ κατείβετον Od. 21, 86; öfter in tmesi; θαλερὸν δὲ κατείβετο δάκρυ παρειῶν Il. 24, 794; τί δάκρυον κατείβεται Ar. Lys. 127; τὸ κατειβόμενον Στυγὸς ὕδωρ, das abwärts, nach unten fließende, Od. 5, 185; κατείβετο αἰὼν νόστον ὀδυρομένῳ, das Leben verfloß, 5, 152; vgl. Ap. Rh. 3, 1131. – Durch-, überströmen, ἔρως με δ' αὖτε Κύπριδος ἕκατι κατείβων καρδίαν ἰαίνει Alcm. bei Ath. XIII, 600 f.
Greek (Liddell-Scott)
κατείβω: ποιητικ. ἀντὶ τοῦ καταλείβω, ἀφίνω νὰ ῥεύσῃ ἢ στάξῃ, χύνω, τί νυ δάκρυ κατείβετον Ὀδ. Φ. 8· τέρεν κατὰ δάκρυον εἴβεις Ἰλ. Π. 611.- Μέσ., χύνομαι πρὸς τὰ κάτω, θαλερὸν δὲ κατείβετο δάκρυ παρειῶν Ἰλ. Ω. 794· τὸ κατειβόμενον Στυγὸς ὕδωρ, τὸ καταρρέον ὕδωρ τῆς Στυγός, Ὀδ. Ε. 185· μεταφορ., κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰών, παρήρχετο, κατέρρεε (ὁ βίος εἰκονίζεται ὡς ῥευστόν τι, οἱ Λατ. Labi), αὐτόθι 155·- σπάν. παρ’ Ἀττ., τί δάκρυον κατείβεται; Ἀριστοφ. Λυσ. 127. ΙΙ. μεταβ., καταπλημμυρίζω, μεταφορ., ἔρως κατείβων καρδίαν Ἀλκμάν 20.- Παθ., πλημμυροῦμαι μέ τι, ἀνίῃ, ἀκουῇ κατείβετο θυμὸς Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 290. 1131·- «κατείβετο· διεφθείρετο. κατέρρει» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
verser, répandre : δάκρυ OD une larme;
Moy. κατείβομαι tomber en coulant, couler, s’écouler.
Étymologie: κατά, εἴβω.
English (Autenrieth)
(= καταλείβω): let flow down, shed; mid., flow apace, trickle down, fig., αἰών, ‘ebb away,’ Od. 5.152.
Greek Monolingual
κατείβω (Α)
(ποιητ. τ. του καταλείβω)
1. αφήνω κάτι να χύνεται, να ρέει, χύνω, στάζω, σταλάζω («τί νυ δάκρυ κατείβετον», Ομ. Οδ.)
2. μτφ. καταπλημμυρίζω («Ἔρος... κατείβων καρδίαν», Αλκμ.)
3. φρ. «κατείβετο γλυκὺς αἰών» — κατέρρεε, περνούσε, παρήλθε η γλυκιά ζωή του (Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εἴβω «στάζω»].
Greek Monotonic
κατείβω: ποιητ. αντί κατα-λείβω, αφήνω να κυλήσει προς τα κάτω, ρίχνω, σε Ομήρ. Οδ. — Μέσ., χύνομαι προς τα κάτω, περιρρέω, σε Όμηρ.· μεταφ., κατείβετο αἰών, η ζωή παρήκμασε, εφθάρη, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
κατείβω: (только praes. и impf.) проливать, струить (δάκρυ Hom.); med. струиться, литься, стекать (θαλερὸν κατείβετο δάκρυ παρειῶν Hom.): τι δάκρυον κατείβεται; Arph. отчего льются слезы?
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατ-είβω poët. voor καταλείβω; alleen praes. en imperf. 3 sing. κατείβετο act. storten, vergieten:. δάκρυ tranen Od. 21.86. med. naar beneden stromen:; τὸ κατειβόμενον Στυγὸς ὕδωρ het omlaag stromende water van de Styx Od. 5.185; overdr.: verstrijken, voorbijgaan:. κατείβετο δὲ γλυκὺς αἰών het heerlijke leven ging voorbij Od. 5.152.
Middle Liddell
poet. for κατα-λείβω
to let flow down, shed, Od.:—Mid. to flow apace, Hom.; metaph., κατείβετο αἰών life ebbed, passed away, Od.