μετάφρενον: Difference between revisions
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=metafrenon | |Transliteration C=metafrenon | ||
|Beta Code=meta/frenon | |Beta Code=meta/frenon | ||
|Definition=τό, prop. <span class="sense"> | |Definition=τό, prop. <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[part behind the midriff]] (μετὰ τὰς φρένας), [[broad of the back]]: hence, generally, [[back]], μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξεν ὤμων μεσσηγύς <span class="bibl">Il.5.40</span>, cf. <span class="bibl">56</span>, al.; μ. ἠδὲ καὶ ὤμω πλῆξεν <span class="bibl">2.265</span>; <b class="b3">μ. ἠδὲ καὶ ὤμους</b> (of a woman) <span class="bibl">Od.8.528</span>, cf. <span class="bibl">Hp.<span class="title">Acut.</span>66</span>; in pl., of a single person, <span class="bibl">Il.12.428</span>; <b class="b3">ὤμους καὶ μετάφρενα</b>, of a woman, <span class="bibl">Archil.29</span>. cf. <span class="bibl">Hld.10.32</span>. — Ep. word, used by <span class="bibl">Pl.<span class="title">Prt.</span>352a</span>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">Phgn.</span>810b25</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">DMeretr.</span>4.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[τὸ μεταξὺ τοῦ νώτου καὶ ὀσφύος κατὰ τὴν τῶν φρενῶν πρόσφυσιν]] <span class="bibl">Ruf.<span class="title">Onom.</span>90</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:10, 30 December 2020
English (LSJ)
τό, prop. A part behind the midriff (μετὰ τὰς φρένας), broad of the back: hence, generally, back, μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξεν ὤμων μεσσηγύς Il.5.40, cf. 56, al.; μ. ἠδὲ καὶ ὤμω πλῆξεν 2.265; μ. ἠδὲ καὶ ὤμους (of a woman) Od.8.528, cf. Hp.Acut.66; in pl., of a single person, Il.12.428; ὤμους καὶ μετάφρενα, of a woman, Archil.29. cf. Hld.10.32. — Ep. word, used by Pl.Prt.352a, Arist. Phgn.810b25, Luc.DMeretr.4.2. II = τὸ μεταξὺ τοῦ νώτου καὶ ὀσφύος κατὰ τὴν τῶν φρενῶν πρόσφυσιν Ruf.Onom.90.
German (Pape)
[Seite 156] τό (eigtl. das dem Zwerchfell, φρένες, Gegenüberliegende), der Theil des Leibes, der zwischen den Schultern liegt, μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξεν, ὤμων μεσσηγύς, διὰ δὲ στήθεσφιν ἔλασσεν, Il. 5, 40, öfter; σκήπτρῳ δὲ μετάφρενον ἠδὲ καὶ ὤμω πλῆξεν, 2, 265, den Rücken, die ganze hintere Seite des Leibes; ὁτέῳ στρεφθέντι μετάφρενα γυμνωθείη μαρναμένων, 12, 428; oft in der Od., wie 8, 528, ὄπισθεν κόπτοντες δούρεσσι μετάφρενον ἠδὲ καὶ ὤμους. – Archil. 13 u. a. D. Auch in Prosa, ἀνακαλύψας καὶ τὰ στήθη καὶ τὸ μετάφρενον, Plat. Prot. 352 a; Sp. nehmen es bald für die Nierengegend, bald für den Hinterkopf.
Greek (Liddell-Scott)
μετάφρενον: τό, κυρίως τὸ μέρος τοῦ σώματος τὸ ὄπισθεν τοῦ διαφράγματος, (μετὰ τὰς φρένας), καὶ ἀκολούθως καθόλου, τὰ νῶτα, μεταφρένῳ ἐν δόρυ πῆξεν ὤμων μεσσηγὺς Ἰλ. Ε. 40, 56· μετάφρενον ἠδὲ καὶ ὤμω πλῆξεν Β. 265, κτλ.· μετ’ ἠδὲ καὶ ὤμους (ἐπὶ γυναικός) Ὀδ. Θ. 528, κτλ., πρβλ. Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395· - ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἑνὸς ἀνθρώπου, ὡς τὰ νῶτα Ἰλ. Μ. 428, Ἀρχίλ. 25· - Ἐπικ. λέξ. ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. ἐν Πρωτ. 352Α, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 12 κἑξ., Λουκ. Ἑταιρ. Διάλογ. 4. 2. ΙΙ. παρὰ τοῖς Ἰατρικοῖς συγγραφ., τὰ περὶ τοὺς νεφροὺς καὶ κατὰ τὸ ὄπισθεν τῆς κεφαλῆς μέρη, Ροῦφος 30, κλ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
partie supérieure du dos entre les épaules, dos.
Étymologie: μετά, φρήν.
English (Autenrieth)
(φρένες): the part behind the diaphragm, upper part of the back; also pl., Il. 12.428.
Greek Monolingual
το (ΑΜ μετάφρενον)
το τμήμα που βρίσκεται μεταξύ τών δύο ωμοπλατών, η ράχη, τα νώτα, η πλάτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + φρην, φρενός].
Greek Monotonic
μετάφρενον: τό, κανονικά, το τμήμα (στο ανθρ. σώμα) μετά το διάφραγμα (μετὰ τὰς φρένας), τα νώτα, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μετάφρενον: τό досл. часть спины между лопатками перен. спина Hom., Plat. etc.
Middle Liddell
μετά-φρενον, ου, τό,
properly, the part behind the midriff (μετὰ τὰς φρένασ), the back, Il., Plat.