συνήκω: Difference between revisions
ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων → the men are dead, murdered by their very own hands | dead are our chiefs by fratricidal hands | by kindred hands and mutual murder slain | their hands have killed each other
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syniko | |Transliteration C=syniko | ||
|Beta Code=sunh/kw | |Beta Code=sunh/kw | ||
|Definition=<span class="sense"> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">to have come together, be assembled, meet</b>, <span class="bibl">Th.5.87</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b3">σ. εἰς ἕν</b>, of walls, [[meet]] in a point, <span class="bibl">X.<span class="title">Vect.</span>4.44</span>; <b class="b3">σ. εἰς στενόν</b> to narrow down, <span class="bibl">Arist.<span class="title">IA</span>710b2</span>; so εἰς ὀξύ <span class="bibl">Id.<span class="title">HA</span>495b10</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span> 3.11.1</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 10:25, 31 December 2020
English (LSJ)
A to have come together, be assembled, meet, Th.5.87. II σ. εἰς ἕν, of walls, meet in a point, X.Vect.4.44; σ. εἰς στενόν to narrow down, Arist.IA710b2; so εἰς ὀξύ Id.HA495b10, Thphr.HP 3.11.1.
Greek (Liddell-Scott)
συνήκω: ἔχω ἔλθῃ ὁμοῦ, εἰ λογιούμενοι ξυνήκετε Θουκ. 5. 87. ΙΙ. σ. εἰς ἕν, ἐπὶ τειχῶν, συνάπτομαι, συναντῶμαι εἰς ἕν, συνήκοι ἂν τὰ ἔργα εἰς ἓν ἐξ ἁπάντων τῶν τειχῶν Ξεν. Πόροι 4. 44˙ τὰ δ’ ὄπισθεν κοῦφα καὶ συνήκοντα πάλιν εἰς στενόν, γενόμενα πάλιν στενά, Ἀριστ. περὶ Ζ. Πορείας 10. 10˙ οὕτω, σ. εἰς ὀξὺ ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 16, 13, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 11, 1.
French (Bailly abrégé)
être venu ensemble ; être réuni, se réunir.
Étymologie: σύν, ἥκω.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. συνίκω και μτγν. δωρ. τ. συνείκω Α
1. έχω έλθει μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο
2. συναντώμαι στο ίδιο σημείο, συμπίπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἥκω «έρχομαι, φτάνω»].
Greek Monotonic
συνήκω: μέλ. -ξω,
I. έχω έλθει μαζί με κάποιον, έχω έλθει με συντροφιά, με συνοδεία, έχω συναντηθεί, ερχόμενος με κάποιον, σε Θουκ.
II. συνήκω εἰς ἕν, συναντώμαι σ' ένα και το αυτό σημείο, συνάπτομαι, συμπίπτω, καταλήγω, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
συνήκω: сойтись, встретиться Thuc.: εἰς ὀξὺ σ. Arst. сходиться под острым углом.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ήκω, Att. ook ξυνήκω bijeengekomen zijn.
Middle Liddell
fut. ξω
I. to have come together, to be assembled, to meet, Thuc.
II. ς. εἰς ἕν to meet in a point, Xen.