τειχήρης: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=teichiris | |Transliteration C=teichiris | ||
|Beta Code=teixh/rhs | |Beta Code=teixh/rhs | ||
|Definition=ες, <span class="sense"> | |Definition=ες, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[within walls]], [[enclosed by walls]]: hence, </span><span class="sense"><span class="bld">1</span> [[beleaguered]], [[besieged]], τειχήρεας ποιῆσαί τινας <span class="bibl">Hdt.1.162</span>, cf. <span class="bibl">Th.2.101</span>, <span class="bibl">4.25</span>; τ. γίγνεσθαι <span class="bibl">And.3.21</span>; τ. εἶναι <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>5.3.2</span>, <span class="bibl">Plb.21.10.6</span>, etc.; τ. μένοντες καθήμεθα <span class="bibl">D.H.6.50</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[walled]], [[fortified]], <span class="bibl">LXX <span class="title">Nu.</span>13.20</span> (<span class="bibl">19</span>), <span class="bibl"><span class="title">De.</span>9.1</span>, al., <span class="bibl">Str.13.1.7</span>; <b class="b3">τ. τὴν φύσιν</b> [[firm]] by nature, <span class="bibl">Philostr. <span class="title">Her.</span>10.7</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> <b class="b3">τ. στέφανος</b>, = [[corona vallaris]], <span class="title">BCH</span>28.425 (Argos, ii A.D.).</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:35, 31 December 2020
English (LSJ)
ες, A within walls, enclosed by walls: hence, 1 beleaguered, besieged, τειχήρεας ποιῆσαί τινας Hdt.1.162, cf. Th.2.101, 4.25; τ. γίγνεσθαι And.3.21; τ. εἶναι X.HG5.3.2, Plb.21.10.6, etc.; τ. μένοντες καθήμεθα D.H.6.50. 2 walled, fortified, LXX Nu.13.20 (19), De.9.1, al., Str.13.1.7; τ. τὴν φύσιν firm by nature, Philostr. Her.10.7. 3 τ. στέφανος, = corona vallaris, BCH28.425 (Argos, ii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1081] ες, in den Mauern eingesperrt, darin belagert, Her. 1, 162, γίγνεσθαι, Andoc. 3, 21; τειχήρεις αὐτοὺς ποιήσας ἐδῄου τὴν γῆν, Thuc. 2, 101, wie 4, 25; vgl. Xen. Hell. 5, 3, 2; τειχήρεις καταστήσαντες αὐτούς, Pol. 4, 55, 4; a. Sp.; – mit Mauern versehen, Philostr. imagg. 2, 17.
Greek (Liddell-Scott)
τειχήρης: -ες, ὁ περικεκλεισμένος ἐντὸς τειχῶν (πρβλ. πυργήρης)· ὅθεν, 1) ἐντὸς τῶν τειχῶν ἐγκεκλεισμένος, πολιορκούμενος, ὅκως τειχήρεας ποιήσειε,… χώματα χῶν πρὸς τὰ τείχεα ἐπόρθεε Ἡρόδ. 1. 162· τειχήρεις αὐτοὺς ποιήσας Θουκ. 2. 101., 4. 25· τ. γίγνεσθαι Ἀνδοκ. 26. 9· τ. εἶναι Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 2, Πολύβ., κλπ.· τ. ἔνδον καθῆσθαι Διον. Ἁλ. 6. 50. 2) περιτετειχισμένος, ὠχυρωμένος, Ἑβδ. (Ἀριθμ. ΙΓ΄, 20, Δευτ. Θ΄, 1, κ. ἀλλ.)· ἡ πρώτη (νῆσος) τειχήρης τὴν φύσιν, ὀχυρὰ ἐκ φύσεως, Φιλόστρ. 835. (Περὶ τῆς καταλήξεως ἴδε τριήρης).
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
enfermé dans des murs, assiégé.
Étymologie: τεῖχος, ἄρω.
Greek Monolingual
-ήρες Α
1. κλεισμένος μέσα στα τείχη, πολιορκημένος (α. «τειχήρεις αὐτοὺς ποιήσας ἐδήου τὴν γῆν», Θουκ.
β. «τειχήρης γάρ εἰμι καὶ πολιορκούμενος γράφω», Συνέσ.)
2. προστατευμένος με τείχη, τειχισμένος («τειχήρεις ὁρῶντες τοὺς Ἰλιέας», Στράβ.)
3. μτφ. οχυρός («νῆσος τειχήρης τὴν φύσιν», Φιλόστρ.)
4. φρ. «τειχήρης στέφανος» — ο τειχικός στέφανος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεῖχος + -ήρης (Ι) (πρβλ. ποδ-ήρης, φρεν-ήρης)].
Greek Monotonic
τειχήρης: -ες (ἀραρίσκω), περικυκλωμένος από τείχη, πολιορκούμενος, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
τειχήρης: запертый в стенах, окруженный осадными сооружениями, осажденный Xen., Polyb.: τειχήρεις ποιεῖν τινας Her., Thuc. осаждать кого-л. с помощью укреплений.
Middle Liddell
τειχ-ήρης, ες ἀραρίσκω
enclosed by walls, beleaguered, besieged, Hdt., Thuc., etc.