εὐνοϊκός: Difference between revisions

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[εὐνοϊκός]], -ή, -όν)<br />ο διατεθειμένος ευνοϊκά για κάποιον, ο [[ευμενής]] (α. «εὐνοϊκωτέρους ὑπάρχειν τινί», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «τον βρήκα ευνοϊκό [[απέναντι]] μου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει, που [[είναι]] [[σύμφωνος]] [[προς]] την [[επιθυμία]] κάποιου, αυτός που βοηθά σε [[κάτι]] που επιδιώκεται («ο [[καιρός]] [[είναι]] [[ευνοϊκός]] για [[ταξίδι]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει καλή [[τύχη]], ο [[αίσιος]], ο [[ευοίωνος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευνοϊκώς</i> και <i>ευνοϊκά</i> (Α εὐνοϊκῶς)<br />με ευνοϊκό τρόπο, με ευμενείς διαθέσεις, με [[συμπάθεια]], καλόγνωμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ευνο</i>- (του [[εύνους]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>απλο</i>-<i>ϊκός</i>, <i>νυκτοπλο</i>-<i>ϊκός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[εὐνοϊκός]], -ή, -όν)<br />ο διατεθειμένος ευνοϊκά για κάποιον, ο [[ευμενής]] (α. «εὐνοϊκωτέρους ὑπάρχειν τινί», <b>Δημοσθ.</b><br />β. «τον βρήκα ευνοϊκό [[απέναντι]] μου»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αρμόζει, που [[είναι]] [[σύμφωνος]] [[προς]] την [[επιθυμία]] κάποιου, αυτός που βοηθά σε [[κάτι]] που επιδιώκεται («ο [[καιρός]] [[είναι]] [[ευνοϊκός]] για [[ταξίδι]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει καλή [[τύχη]], ο [[αίσιος]], ο [[ευοίωνος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευνοϊκώς</i> και <i>ευνοϊκά</i> (Α εὐνοϊκῶς)<br />με ευνοϊκό τρόπο, με ευμενείς διαθέσεις, με [[συμπάθεια]], καλόγνωμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ευνο</i>- (του [[εύνους]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ικός</i> ([[πρβλ]]. <i>απλο</i>-<i>ϊκός</i>, <i>νυκτοπλο</i>-<i>ϊκός</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐνοϊκός Medium diacritics: εὐνοϊκός Low diacritics: ευνοϊκός Capitals: ΕΥΝΟΪΚΟΣ
Transliteration A: eunoïkós Transliteration B: eunoikos Transliteration C: evnoikos Beta Code: eu)noi+ko/s

English (LSJ)

ή, όν, A welldisposed, kindly, favourable, εὐνοϊκωτέρους ὑπάρχειν τινί D.57.1, cf. Amphis 1: Sup. -ώτατος, περὶ τοὺς οἰκείους Lib.Decl.49.16. Adv. εὐνοϊκῶς, ἔχειν τινί X.HG4.4.15; πρός τινα Id.Mem.2.6.34, Arist. Rh.Al.1436b18; εὐ. διακεῖσθαι πρός τινα Isoc.12.237; πρὸς τὴν πόλιν SIG810.25 (Nero); εὐ. ἀκοῦσαι Hyp.Lyc.19; εὐ. προσδέχεσθαι D.18.7: Comp. -ωτέρως Id.51.2; -ώτερον Lib.Decl.49.31: Sup. -ώτατα X.Cyr.8.4.1.

German (Pape)

[Seite 1083] ή, όν, wohlwollend; εὐνοϊκώτερον ὑπάρχειν τινί, Dem. 57, I; Sp., wie Pol. 6, 6, 8; Luc. Tim. 15. – Adv. εὐνοϊκῶς, βοηθεῖν, Plat. Hipp. mai. 291 e; Xen. Mem. 2, 2, 12 u. A.; εὐνοϊκῶς ἔχειν τινί, gegen Einen wohlwollend sein, Xen. Hell. 4, 4, 15; Dem. 15, 22; πρός τινα, Xen. Mem. 2, 6, 34; τοῖς εὐν. πρὸς ὑμᾶς διακειμένοις Isocr. 12, 237; δικαίως ἂν ἔχοιτ' εὐνοϊκωτέρως ἐμοί Dem. 51, 2.

Greek (Liddell-Scott)

εὐνοϊκός: -ή, -όν, ὡς και νῦν, καλῶς διατεθειμένος, ἀγαθός, εὐμενής, εὐνοϊκώτερον ὑπάρχει τινὶ Δημ. 1299. 13, πρβλ. Ἄμφ. ἐν «’Αθάμαντι» 1. -Ἐπίρρ., εὐνοϊκῶς ἔχειν τινὶ Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 15· πρός τινα ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν, 2. 6, 34· εὐν. διακεῖσθαι πρὸς τινα Ἰσοκρ. 282Β· ἀκοῦσαι εὐνοϊκῶς Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. XVΙ· εὐν. προσδέχεσθαι Δημ. 227. 22. -Συγκρ. -ωτέρως ὁ αὐτ. 1228. 14: Ὑπερθ. -ώτατα Ξεν. Κύρ. 8. 4. 1.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
porté à la bienveillance, bienveillant.
Étymologie: εὔνοος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α εὐνοϊκός, -ή, -όν)
ο διατεθειμένος ευνοϊκά για κάποιον, ο ευμενής (α. «εὐνοϊκωτέρους ὑπάρχειν τινί», Δημοσθ.
β. «τον βρήκα ευνοϊκό απέναντι μου»)
νεοελλ.
1. αυτός που αρμόζει, που είναι σύμφωνος προς την επιθυμία κάποιου, αυτός που βοηθά σε κάτι που επιδιώκεται («ο καιρός είναι ευνοϊκός για ταξίδι»)
2. αυτός που φέρνει καλή τύχη, ο αίσιος, ο ευοίωνος.
επίρρ...
ευνοϊκώς και ευνοϊκά (Α εὐνοϊκῶς)
με ευνοϊκό τρόπο, με ευμενείς διαθέσεις, με συμπάθεια, καλόγνωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ευνο- (του εύνους) + κατάλ. -ικός (πρβλ. απλο-ϊκός, νυκτοπλο-ϊκός)].

Greek Monotonic

εὐνοϊκός: -ή, -όν, ευνοϊκά προσκείμενος προς, αγαθός, ευμενής, σε Δημ.· επίρρ., εὐνοϊκῶς ἔχειν τινί ή πρός τινα, διάκειμαι ευνοϊκά ως προς..., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

εὐνοϊκός: хорошо расположенный, благожелательный, благосклонный (τινι Dem., Polyb., Luc.).

English (Woodhouse)

friendly, kindly disposed

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)