εὔθικτος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔθικτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που θίγεται, που προσβάλλεται εύκολα από τους λόγους και τη [[συμπεριφορά]] τών άλλων<br /><b>μσν.</b><br />εύκολα [[αντιληπτός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[εύστοχος]], ο [[επιτυχής]] («εὐθηβόλῳ καὶ εὐθίκτῳ χρησάμενοι προσβολῇ», Φίλ.)<br /><b>2.</b> ο [[ευφυής]], ο [[έξυπνος]] (α. «τὴν δὲ διάνοιαν [[εὔθικτος]] καὶ [[εὐθήμων]]», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «εὔθικτοι πρὸς τὰς ἀπαντήσεις» — ικανοί στο να δίνουν εύστροφες απαντήσεις, <b>Αθήν.</b>)<br /><b>3.</b> [[πνευματώδης]] («[[εὔθικτος]] νοῡς», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>θικτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θιγγάνω]] «[[αγγίζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>θικτος</i>, <i>α</i>-<i>πρόσ</i>-<i>θικτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔθικτος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που θίγεται, που προσβάλλεται εύκολα από τους λόγους και τη [[συμπεριφορά]] τών άλλων<br /><b>μσν.</b><br />εύκολα [[αντιληπτός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο [[εύστοχος]], ο [[επιτυχής]] («εὐθηβόλῳ καὶ εὐθίκτῳ χρησάμενοι προσβολῇ», Φίλ.)<br /><b>2.</b> ο [[ευφυής]], ο [[έξυπνος]] (α. «τὴν δὲ διάνοιαν [[εὔθικτος]] καὶ [[εὐθήμων]]», <b>Αριστοτ.</b><br />β. «εὔθικτοι πρὸς τὰς ἀπαντήσεις» — ικανοί στο να δίνουν εύστροφες απαντήσεις, <b>Αθήν.</b>)<br /><b>3.</b> [[πνευματώδης]] («[[εὔθικτος]] νοῡς», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>θικτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θιγγάνω]] «[[αγγίζω]]»), [[πρβλ]]. <i>ά</i>-<i>θικτος</i>, <i>α</i>-<i>πρόσ</i>-<i>θικτος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 09:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔθικτος Medium diacritics: εὔθικτος Low diacritics: εύθικτος Capitals: ΕΥΘΙΚΤΟΣ
Transliteration A: eúthiktos Transliteration B: euthiktos Transliteration C: eythiktos Beta Code: eu)/qiktos

English (LSJ)

ον, (θιγεῖν) A touching the point, clever, quick, εὔ. τὴν διάνοιαν Arist.HA 616b22; εὔ. πρὸς τὰς ἀποκρίσεις quick in repartee, Ath. 13.583f; εὔ. νοῦς, γνώμη, προσβολή, Ph. 1.54, 240, 286; witty, Plb. 18.4.4, AP6.322 (Leon.): f.l. for εὔεικτος, Heraclit.All.51 codd. Adv. -τως LXX 2 Ma. 15.38, Hdn.4.7.2.

German (Pape)

[Seite 1069] 11 leicht zu berühren, adv., Sp.; Hesych. erkl. εὐψηλαφήτως. – 2) gut berührend, treffend, bes. vom Witz, witzig, καὶ εὖ πεφυκὼς πρὸς τὸ διαχλευάζειν τοὺς ἀνθρώπους Pol. 17, 4, 4; vgl. Ath. XIII, 577 d; εὐεπία Leon. Al. 18 (VI, 322); Rhett. – Uebh. geschickt, gewandt, τὴν διάνοιαν εὔθ., erfinderisches Sinnes, Arist. H. A. 9, 17; πρὸς τὰς ἀποκρίσεις, gewandt in treffenden Antworten, Ath. XIII, 523 d; auch adv., εὐθίκτως ἀποκρίνασθαι Hdn. 4, 7, 2.

Greek (Liddell-Scott)

εὔθικτος: -ον, (θιγεῖν) ἐγγίζων καλῶς, ἐπιτυχῶς, εὐθυβόλῳ καὶ εὐθίκτῳ χρησάμενοι προσβολῇ Φίλων 1. 286. 38. 2) εὐφυής, ὀξύς, εὔθ. τὴν διάνοιαν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 17, 1· εὔθ. πρὸς τὰς ἀποκρίσεις ὀξέως ἀποκρινόμενος, Ἀθήν 583D· εὐφυής, ἀγχίνους, Πολύβ. 17. 4, 4, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 302. - Ἐπίρρ. -τως Ἡρῳδιαν. 4. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui touche juste, qui porte coup;
2 prompt ou adroit à la riposte, d’esprit fin et vif.
Étymologie: εὖ, θιγγάνω.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔθικτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που θίγεται, που προσβάλλεται εύκολα από τους λόγους και τη συμπεριφορά τών άλλων
μσν.
εύκολα αντιληπτός
αρχ.
1. ο εύστοχος, ο επιτυχής («εὐθηβόλῳ καὶ εὐθίκτῳ χρησάμενοι προσβολῇ», Φίλ.)
2. ο ευφυής, ο έξυπνος (α. «τὴν δὲ διάνοιαν εὔθικτος καὶ εὐθήμων», Αριστοτ.
β. «εὔθικτοι πρὸς τὰς ἀπαντήσεις» — ικανοί στο να δίνουν εύστροφες απαντήσεις, Αθήν.)
3. πνευματώδηςεὔθικτος νοῡς», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -θικτος (< θιγγάνω «αγγίζω»), πρβλ. ά-θικτος, α-πρόσ-θικτος].

Greek Monotonic

εὔθικτος: -ον (θιγεῖν), αυτός που πετυχαίνει το κεντρικό σημείο, εύστοχος, ευφυής, έξυπνος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὔθικτος: (тж. εὔ. τὴν διάνοιαν Arst.) меткий, находчивый, остроумный (πρός τι Polyb.; εὐεπία Anth.).

Middle Liddell

εὔ-θικτος, ον θιγεῖν
touching the point, clever, Anth.