καλαμίτης: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[καλαμίτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(παλαιοβοτ.)</b> [[γένος]] [[φυτών]] που έχουν εκλείψει<br /><b>αρχ.</b><br />όμοιος με [[καλάμι]] ή κατασκευασμένος από [[καλάμι]], [[καλάμινος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὁ [[καλαμίτης]] [[ἥρως]]» — κωμική [[προσωνυμία]] του χειρουργού Αριστομάχου, που [[ανδριάντας]] του υπήρχε στην Αθήνα, ονομαζόμενος [[κωμικώς]] «ὁ [[ἥρως]] ὁ [[ἰατρός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ίτης]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>ζευγ</i>-[[ίτης]], <i>λικν</i>-[[ίτης]]). Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια, <b>[[πρβλ]].</b> νεολατ. <i>calamites</i> <span style="color: red;"><</span> [[καλαμίτης]]].
|mltxt=ο (Α [[καλαμίτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(παλαιοβοτ.)</b> [[γένος]] [[φυτών]] που έχουν εκλείψει<br /><b>αρχ.</b><br />όμοιος με [[καλάμι]] ή κατασκευασμένος από [[καλάμι]], [[καλάμινος]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ὁ [[καλαμίτης]] [[ἥρως]]» — κωμική [[προσωνυμία]] του χειρουργού Αριστομάχου, που [[ανδριάντας]] του υπήρχε στην Αθήνα, ονομαζόμενος [[κωμικώς]] «ὁ [[ἥρως]] ὁ [[ἰατρός]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάλαμος]] <span style="color: red;">+</span> -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. <i>ζευγ</i>-[[ίτης]], <i>λικν</i>-[[ίτης]]). Η λ. ως [[επιστημονικός]] όρος [[είναι]] αντιδάνεια, [[πρβλ]]. νεολατ. <i>calamites</i> <span style="color: red;"><</span> [[καλαμίτης]]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=καλαμίτης -ου [κάλαμος] van het riet:. ὁ κ. ἥρως de held van het riet (missch. ‘van de spalk’?, bijnaam van de arts Aristomachus) Dem. 18.129.
|elnltext=καλαμίτης -ου [κάλαμος] van het riet:. ὁ κ. ἥρως de held van het riet (missch. ‘van de spalk’?, bijnaam van de arts Aristomachus) Dem. 18.129.
}}
}}

Revision as of 10:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλαμίτης Medium diacritics: καλαμίτης Low diacritics: καλαμίτης Capitals: ΚΑΛΑΜΙΤΗΣ
Transliteration A: kalamítēs Transliteration B: kalamitēs Transliteration C: kalamitis Beta Code: kalami/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, A = καλάμινος, reed-like, στύραξ Alex.Trall.5.4, al., Aët.1.133. II ὁ κ. ἥρως, perh. the hero of the probe or, of the splints, nickname of Aristomachus, a surgeon who had a statue at Athens, called ὁ ἥρως ὁ ἰατρός, D.18.129, cf. 19.249.

German (Pape)

[Seite 1307] ὁ, = καλάμινος, Sp., ein Heros in Athen, s. nom. pr., den Franke in der Recension der Dissenschen Ausgabe von Dem. or. de cor. zu einem Heros der Schulmeister macht.

Greek Monolingual

ο (Α καλαμίτης)
νεοελλ.
1. (παλαιοβοτ.) γένος φυτών που έχουν εκλείψει
αρχ.
όμοιος με καλάμι ή κατασκευασμένος από καλάμι, καλάμινος
2. φρ. «ὁ καλαμίτης ἥρως» — κωμική προσωνυμία του χειρουργού Αριστομάχου, που ανδριάντας του υπήρχε στην Αθήνα, ονομαζόμενος κωμικώς «ὁ ἥρωςἰατρός».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -ίτης (πρβλ. ζευγ-ίτης, λικν-ίτης). Η λ. ως επιστημονικός όρος είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. calamites < καλαμίτης].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλαμίτης -ου [κάλαμος] van het riet:. ὁ κ. ἥρως de held van het riet (missch. ‘van de spalk’?, bijnaam van de arts Aristomachus) Dem. 18.129.