Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κοτινηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοτινηφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός στον οποίο φυτρώνουν αγριελιές<br /><b>2.</b> αυτός που φέρει [[στεφάνι]] από κότινο, από [[αγριελιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κότινος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]). Το -<i>η</i>- [[είναι]] συνδετικό [[φωνήεν]] και εμφανίζεται [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ο</i>- πιθ. για μετρικούς λόγους (<b>[[πρβλ]].</b> <i>θανατ</i>-<i>η</i>-[[φόρος]], <i>στεφαν</i>-<i>η</i>-[[φόρος]])].
|mltxt=[[κοτινηφόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> (για [[τόπο]]) αυτός στον οποίο φυτρώνουν αγριελιές<br /><b>2.</b> αυτός που φέρει [[στεφάνι]] από κότινο, από [[αγριελιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κότινος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]). Το -<i>η</i>- [[είναι]] συνδετικό [[φωνήεν]] και εμφανίζεται [[αντί]] του αναμενόμενου -<i>ο</i>- πιθ. για μετρικούς λόγους ([[πρβλ]]. <i>θανατ</i>-<i>η</i>-[[φόρος]], <i>στεφαν</i>-<i>η</i>-[[φόρος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοτῐνηφόρος Medium diacritics: κοτινηφόρος Low diacritics: κοτινηφόρος Capitals: ΚΟΤΙΝΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: kotinēphóros Transliteration B: kotinēphoros Transliteration C: kotiniforos Beta Code: kotinhfo/ros

English (LSJ)

ον, A producing wild olive-trees, Mosch.Fr.3.2. II winning a crown of wild olive, Ζηνὸς κ. ἆθλον Inscr.Magn.181.

Greek (Liddell-Scott)

κοτῐνηφόρος: -ον, παράγων ἀγρίας ἐλαίας, ἄγρια ἐλαιόδενδρα, Μόσχ. 7. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit des oliviers sauvages.
Étymologie: κότινος, φέρω.

Greek Monolingual

κοτινηφόρος, -ον (Α)
1. (για τόπο) αυτός στον οποίο φυτρώνουν αγριελιές
2. αυτός που φέρει στεφάνι από κότινο, από αγριελιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κότινος + -φόρος (< φόρος < φέρω). Το -η- είναι συνδετικό φωνήεν και εμφανίζεται αντί του αναμενόμενου -ο- πιθ. για μετρικούς λόγους (πρβλ. θανατ-η-φόρος, στεφαν-η-φόρος)].

Greek Monotonic

κοτῐνηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που παράγει άγρια ελαιόδενδρα, σε Μόσχ.

Middle Liddell

κοτῐνη-φόρος, ον φέρω
producing wild olive-trees, Mosch. [from κότῐνος]