περιαλγής: Difference between revisions

From LSJ

Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank

Menander, Monostichoi, 498
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''περιαλγής:''' крайне огорченный, удрученный Plat., Plut.
|elrutext='''περιαλγής:''' [[крайне огорченный]], [[удрученный]] Plat., Plut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περι-αλγής, ές [[ἄλγος]]<br />[[much]] pained, [[very]] [[sorrowful]], Plat.
|mdlsjtxt=περι-αλγής, ές [[ἄλγος]]<br />[[much]] pained, [[very]] [[sorrowful]], Plat.
}}
}}

Revision as of 11:35, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιαλγής Medium diacritics: περιαλγής Low diacritics: περιαλγής Capitals: ΠΕΡΙΑΛΓΗΣ
Transliteration A: perialgḗs Transliteration B: perialgēs Transliteration C: perialgis Beta Code: perialgh/s

English (LSJ)

ές, (ἄλγος) A feeling extreme pain, mental or physical, opp. περιχαρής, Pl. R.462b, Plu.Fab.6. II very painful, φόνος Nic.Th.497. Adv. -γῶς D.C.78.24: Comp. -έστερον, κτείνειν Aret.SD1.13.

German (Pape)

[Seite 568] ές, um und um oder sehr Schmerz leidend, Ggstz von περιχαρής, Plat. Rep. V, 462 b; Nic. Th. 498 u. Sp., wie Plut. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

περιαλγής: -ές, (ἄλγος) ὁ αἰσθανόμενος σφοδρὸν ἄλγος, σφόδρα τεθλιμμένος, περίλυπος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ περιχαρής, Πλάτ. Πολ. 462Β, πρβλ. Πλουτ. Φάβ. 6. ― Ἐπίρρ. -γῶς, Δίων Κ. 78. 24.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait affligé.
Étymologie: περί, ἄλγος.

Greek Monolingual

-ές, ΝΜΑ
αυτός που αισθάνεται μεγάλο ψυχικό πόνο, ο πολύ θλιμμένος, περίλυπος
αρχ.
1. αυτός που αισθάνεται δυνατό σωματικό πόνο
2. αυτός που προξενεί δυνατούς πόνους.
επίρρ...
περιαλγώς / περιαλγῶς ΝΜΑ
με βαθιά θλίψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + -αλγής (< ἄλγος «πόνος»), πρβλ. υπερ-αλγής].

Greek Monotonic

περιαλγής: -ές (ἄλγος), αυτός που είναι πολύ στενοχωρημένος, περίλυπος, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιαλγής -ές [περί, ἄλγος] hevig aangedaan.

Russian (Dvoretsky)

περιαλγής: крайне огорченный, удрученный Plat., Plut.

Middle Liddell

περι-αλγής, ές ἄλγος
much pained, very sorrowful, Plat.