πηκτή: Difference between revisions
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πηκτή:''' дор. [[πακτά]] (τᾱ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> птицеловная сеть Arph., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> спрессованный творог, сыр Theocr., Anth. | |elrutext='''πηκτή:''' дор. [[πακτά]] (τᾱ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> птицеловная сеть Arph., Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[спрессованный творог]], [[сыр]] Theocr., Anth. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πηκτός]]<br /><b class="num">I.</b> a net or [[cage]] set to [[catch]] birds, Ar.<br /><b class="num">II.</b> [[cream]]-[[cheese]], Theocr. | |mdlsjtxt=[[πηκτός]]<br /><b class="num">I.</b> a net or [[cage]] set to [[catch]] birds, Ar.<br /><b class="num">II.</b> [[cream]]-[[cheese]], Theocr. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:35, 19 August 2022
English (LSJ)
Dor. πακτά, ἡ, A v. πηκτός.
German (Pape)
[Seite 609] ἡ, dor. πακτά, s. πηκτός.
Greek (Liddell-Scott)
πηκτή: Δωρ. πακτά, ἡ, ἴδε ἐν λέξ. πηκτός.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 filet pour les oiseaux;
2 fromage de lait caillé.
Étymologie: πηκτός II. 1 et 2.
Greek Monolingual
η / πηκτή, ΝΜΑ,και δωρ. τ. πακτά Α
νεοελλ.
χημ. τύπος κολλοειδούς συστήματος, δηλαδή υδρολύματος, στο οποίο το υγρό μέσον διασποράς έχει γίνει αρκετά ιξώδες, ώστε να δίνει περισσότερο ή λιγότερο την εντύπωση στερεού σώματος
2. είδος φαγητού από βρασμένο κεφάλι ή πόδια και εντόσθια ζώων ή και από ψάρια μαζί με τον πηγμένο ζωμό και με διάφορα καρυκεύματα
3. ζελατίνη
4. φρ. α) «θρεπτική πηκτή» — παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται για την καλλιέργεια τών μικροοργανισμών
β) «χρωματογραφία πηκτής»
χημ. τεχνική της αναλυτικής χημείας που εφαρμόζεται για τον χημικό διαχωρισμό ορισμένων ουσιών και βασίζεται στις διαφορές ταχύτητας με την οποία οι ουσίες αυτές διέρχονται διά μέσου ενός πορώδους ημιστερεού υλικού
αρχ.
1. δίχτυ ή παγίδα για τη σύλληψη πουλιών
2. τυρί νωπό, χλωρό
3. ποικιλία του συμφύτου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. πηκτός. Η λ. με την νεοελλ. σημ. «ζελατίνη» αποτελεί απόδοση στην Ελληνική του γαλλ. gelatine].
Greek Monotonic
πηκτή: Δωρ. πακτά, ἡ (πηκτός)·
I. δίχτυ ή κλουβί που τοποθετείται για να πιάνει πουλιά, σε Αριστοφ.
II. ανθότυρο, σε Θεόκρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πηκτή -ῆς, ἡ, Dor. πᾱκτᾱ́ zie πηκτός.
Russian (Dvoretsky)
πηκτή: дор. πακτά (τᾱ) ἡ
1) птицеловная сеть Arph., Arst.;
2) спрессованный творог, сыр Theocr., Anth.
Middle Liddell
πηκτός
I. a net or cage set to catch birds, Ar.
II. cream-cheese, Theocr.