πλαγιασμός: Difference between revisions

From LSJ

τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0623.png Seite 623]] ὁ, das in die Quere Stellen, das Schiefmachen, Schol. Ar. Ran. 987 und sonst oft bei Scholl.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0623.png Seite 623]] ὁ, das in die Quere Stellen, das Schiefmachen, Schol. Ar. Ran. 987 und sonst oft bei Scholl.
}}
{{elru
|elrutext='''πλᾰγιασμός:''' ὁ грам. употребление косвенных падежей.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[πλαγιάζω]]<br />(για την [[τροχιά]] του Ηλίου) [[πλάγια]] [[διεύθυνση]], [[λοξότητα]], [[πλαγιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στη [[μαιευτική]]) η [[πλάγια]] [[εμφάνιση]] του εμβρύου<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> α) η [[χρήση]] τών πλάγιων πτώσεων τών ονομάτων<br />β) [[κλίση]] ονομάτων ή ρημάτων<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[απάτη]], [[δόλος]].
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[πλαγιάζω]]<br />(για την [[τροχιά]] του Ηλίου) [[πλάγια]] [[διεύθυνση]], [[λοξότητα]], [[πλαγιότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (στη [[μαιευτική]]) η [[πλάγια]] [[εμφάνιση]] του εμβρύου<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> α) η [[χρήση]] τών πλάγιων πτώσεων τών ονομάτων<br />β) [[κλίση]] ονομάτων ή ρημάτων<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[απάτη]], [[δόλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''πλᾰγιασμός:''' ὁ грам. употребление косвенных падежей.
}}
}}

Revision as of 15:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλᾰγιασμός Medium diacritics: πλαγιασμός Low diacritics: πλαγιασμός Capitals: ΠΛΑΓΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: plagiasmós Transliteration B: plagiasmos Transliteration C: plagiasmos Beta Code: plagiasmo/s

English (LSJ)

ὁ, A obliquity, of the sun's course, Epicur.Nat.11.5. 2 in Obstetrics, oblique presentation of the foetus, Sor.2.60. 3 metaph., deceit, Sch.Ar.Ra.987 (pl.). II Gramm., use of oblique cases, opp. ὀρθότης, Hermog. Id.1.3; inflection, Sch.rec.S.El.365.

German (Pape)

[Seite 623] ὁ, das in die Quere Stellen, das Schiefmachen, Schol. Ar. Ran. 987 und sonst oft bei Scholl.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰγιασμός: ὁ грам. употребление косвенных падежей.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰγιασμός: ὁ, ἐπὶ τῆς τροχιᾶς τοῦ ἡλίου, Ἐπίκουρ. 18 Orelli· μεταφορ., ἀπάτη, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 987, κτλ. ΙΙ. παρὰ τοῖς γραμμ. ἡ χρῆσις τῶν πλαγίων πτώσεων.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ πλαγιάζω
(για την τροχιά του Ηλίου) πλάγια διεύθυνση, λοξότητα, πλαγιότητα
αρχ.
1. (στη μαιευτική) η πλάγια εμφάνιση του εμβρύου
2. γραμμ. α) η χρήση τών πλάγιων πτώσεων τών ονομάτων
β) κλίση ονομάτων ή ρημάτων
3. μτφ. απάτη, δόλος.