πρίσμα: Difference between revisions

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το / πρῑσμα, ΝΜΑ<br /><b>μαθημ.</b> στερεό που περικλείεται από μια πρισματική [[επιφάνεια]] και από δύο επίπεδα παράλληλα τα οποία τέμνουν όλες τις ακμές της πρισματικής επιφάνειας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> στερεό από [[γυαλί]] ή από [[άλλο]] κατάλληλο διαφανές υλικό, διαμορφωμένο [[κατά]] τρόπο που να σχηματίζει καθορισμένες γωνίες και επίπεδες έδρες, το οποίο προκαλεί [[ανάκλαση]], [[διάθλαση]] και [[ανάλυση]] του φωτός<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> η [[οπτική]] [[γωνία]] από την οποία εξετάζει [[κανείς]] ένα [[θέμα]] («βλέπει τα [[πάντα]] [[μέσα]] από το [[πρίσμα]] τών φιλοδοξιών του»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>μαθημ.</b> «κανονικό [[πρίσμα]]» — [[ορθό]] [[πρίσμα]] του οποίου οι βάσεις [[είναι]] κανονικά πολύγωνα<br />β) «[[ορθό]] [[πρίσμα]]» — [[πρίσμα]] του οποίου οι παράπλευρες ακμές [[είναι]] κάθετες στα επίπεδα τών βάσεών τους<br />γ) «πλάγιο [[πρίσμα]]» — [[πρίσμα]] του οποίου οι παράπλευρες ακμές δεν [[είναι]] κάθετες στις βάσεις<br />δ) «κόλουρο [[πρίσμα]]» — καθένα από τα δύο [[στερεά]] τα οποία προκύπτουν όταν ένα [[πρίσμα]] τμηθεί από επίπεδο μη παράλληλο [[προς]] τις βάσεις του<br />ε) «κάθετη [[τομή]] πρίσματος» — [[τομή]] πρίσματος από επίπεδο κάθετο [[προς]] τις πλευρικές ακμές του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[πρίω]], [[πριονίδι]]<br /><b>2.</b> αποσαθρωμένο, σαρακοφαγωμένο [[ξύλο]]<br /><b>3.</b> [[πληγή]], [[τραύμα]] από [[πριόνισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρίω]] (για το -<i>σ</i>-, <b>βλ. λ.</b> [[πρίω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>. Τη λ., με την επιστημον. της σημ., δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>prism</i>, γαλλ. <i>prisme</i>].
|mltxt=το / [[πρῖσμα]], ΝΜΑ<br /><b>μαθημ.</b> στερεό που περικλείεται από μια πρισματική [[επιφάνεια]] και από δύο επίπεδα παράλληλα τα οποία τέμνουν όλες τις ακμές της πρισματικής επιφάνειας<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φυσ.</b> στερεό από [[γυαλί]] ή από [[άλλο]] κατάλληλο διαφανές υλικό, διαμορφωμένο [[κατά]] τρόπο που να σχηματίζει καθορισμένες γωνίες και επίπεδες έδρες, το οποίο προκαλεί [[ανάκλαση]], [[διάθλαση]] και [[ανάλυση]] του φωτός<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> η [[οπτική]] [[γωνία]] από την οποία εξετάζει [[κανείς]] ένα [[θέμα]] («βλέπει τα [[πάντα]] [[μέσα]] από το [[πρίσμα]] τών φιλοδοξιών του»)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> <b>μαθημ.</b> «κανονικό [[πρίσμα]]» — [[ορθό]] [[πρίσμα]] του οποίου οι βάσεις [[είναι]] κανονικά πολύγωνα<br />β) «[[ορθό]] [[πρίσμα]]» — [[πρίσμα]] του οποίου οι παράπλευρες ακμές [[είναι]] κάθετες στα επίπεδα τών βάσεών τους<br />γ) «πλάγιο [[πρίσμα]]» — [[πρίσμα]] του οποίου οι παράπλευρες ακμές δεν [[είναι]] κάθετες στις βάσεις<br />δ) «κόλουρο [[πρίσμα]]» — καθένα από τα δύο [[στερεά]] τα οποία προκύπτουν όταν ένα [[πρίσμα]] τμηθεί από επίπεδο μη παράλληλο [[προς]] τις βάσεις του<br />ε) «κάθετη [[τομή]] πρίσματος» — [[τομή]] πρίσματος από επίπεδο κάθετο [[προς]] τις πλευρικές ακμές του<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[πρίω]], [[πριονίδι]]<br /><b>2.</b> αποσαθρωμένο, σαρακοφαγωμένο [[ξύλο]]<br /><b>3.</b> [[πληγή]], [[τραύμα]] από [[πριόνισμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρίω]] (για το -<i>σ</i>-, <b>βλ. λ.</b> [[πρίω]]) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>μα</i>. Τη λ., με την επιστημον. της σημ., δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, <b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>prism</i>, γαλλ. <i>prisme</i>].
}}
}}

Revision as of 19:58, 1 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρίσμα Medium diacritics: πρίσμα Low diacritics: πρίσμα Capitals: ΠΡΙΣΜΑ
Transliteration A: prísma Transliteration B: prisma Transliteration C: prisma Beta Code: pri/sma

English (LSJ)

ατος, τό, A anything sawn, sawdust, Thphr.HP5.6.3, AP11.207 (Lucill.), Gp.4.15.9; π. λωτοῦ Dsc.Eup.2.50; μαρμάρου Aët.12.64; rotten wood, Dsc. 1.66. 2 wound resulting from trephining with a saw, ἰῆσθαι ὡς π. Hp.Morb.2.15. II Geom., prism, Euc.11Def.13.

German (Pape)

[Seite 702] τό, das Gesägte, Sägespäne, Theophr.; als Streu gebraucht, Lucill. 24 (XI, 207). – Ein stereometrischer Körper, das Prisma, dreiseitige Säule, Euclid.

Greek (Liddell-Scott)

πρίσμα: τό, (πρίζω) τὸ πριονισθέν, «πριονίδι», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 5. 6, 3, Ἀνθ. Π. 41. 207· ― ἐντεῦθεν, σαθρὸν ξύλον, Διοσκ. 1, 79. ΙΙ. γεωμετρικὸν πρίσμα, Εὐκλείδ. ― Ἀλλὰ κατὰ Ζηκίδην ἐν Χρ. Λεξ. γραπτέον πρῖσμα.

Greek Monolingual

το / πρῖσμα, ΝΜΑ
μαθημ. στερεό που περικλείεται από μια πρισματική επιφάνεια και από δύο επίπεδα παράλληλα τα οποία τέμνουν όλες τις ακμές της πρισματικής επιφάνειας
νεοελλ.
1. φυσ. στερεό από γυαλί ή από άλλο κατάλληλο διαφανές υλικό, διαμορφωμένο κατά τρόπο που να σχηματίζει καθορισμένες γωνίες και επίπεδες έδρες, το οποίο προκαλεί ανάκλαση, διάθλαση και ανάλυση του φωτός
2. μτφ. η οπτική γωνία από την οποία εξετάζει κανείς ένα θέμα («βλέπει τα πάντα μέσα από το πρίσμα τών φιλοδοξιών του»)
3. φρ. μαθημ. «κανονικό πρίσμα» — ορθό πρίσμα του οποίου οι βάσεις είναι κανονικά πολύγωνα
β) «ορθό πρίσμα» — πρίσμα του οποίου οι παράπλευρες ακμές είναι κάθετες στα επίπεδα τών βάσεών τους
γ) «πλάγιο πρίσμα» — πρίσμα του οποίου οι παράπλευρες ακμές δεν είναι κάθετες στις βάσεις
δ) «κόλουρο πρίσμα» — καθένα από τα δύο στερεά τα οποία προκύπτουν όταν ένα πρίσμα τμηθεί από επίπεδο μη παράλληλο προς τις βάσεις του
ε) «κάθετη τομή πρίσματος» — τομή πρίσματος από επίπεδο κάθετο προς τις πλευρικές ακμές του
αρχ.
1. το αποτέλεσμα του πρίω, πριονίδι
2. αποσαθρωμένο, σαρακοφαγωμένο ξύλο
3. πληγή, τραύμα από πριόνισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρίω (για το -σ-, βλ. λ. πρίω) + κατάλ. -μα. Τη λ., με την επιστημον. της σημ., δανείστηκαν οι ξένες γλώσσες, πρβλ. αγγλ. prism, γαλλ. prisme].