συγκαταλαμβάνω: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]] [[μαζί]] με κάποιον («ὧν οὐκ ἀγνοῳ ὅτι δυνατὸν ἡμῑν κοινῶν ὄντων | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[καταλαμβάνω]] [[μαζί]] με κάποιον («ὧν οὐκ ἀγνοῳ ὅτι δυνατὸν ἡμῑν κοινῶν ὄντων τοῖς συγκατειληφόσι νοσφίσασθαι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[κυριεύω]] συγχρόνως, [[παίρνω]] στην [[κατοχή]] μου συγχρόνως με άλλον («[[ἐπειδή]] ξυγκατέλαβε τὸ [[χωρίον]] παρέπλει ἐπί τῆς Κερκύρας», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> [[συμπεριλαμβάνω]]<br /><b>4.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>5.</b> [[συμπεραίνω]] από δεδομένα. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 18:06, 25 March 2021
English (LSJ)
A seize, take possession of together, X.Cyr.4.2.42; occupy at the same time, in a military sense, τὸ χωρίον Th.7.26; τὴν πόλιν Isoc.19.19. 2 comprehend together with, τινι D.L.9.97 (Pass.). 3 take in with, τὰ συγκαταλαμβανόμενα τῶν πνευμάτων αὐτοῖς the air which they have taken in with their food, Diocl.Fr.141.
German (Pape)
[Seite 965] (s. λαμβάνω), zusammen wegnehmen, κοινῶν τῶν χρημάτων ὄντων τοῖς συγκατειληφόσι, Xen. Cyr. 4, 2, 27; – mit zusammenfassen, einbegreifen, dah. mit Mauern umgeben, Thuc. 6, 26.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταλαμβάνω: μέλλ. -λήψομαι, καταλαμβάνω ὁμοῦ, λαμβάνω καὶ κατέχω ὁμοῦ, Ξεν. Κύρ. 4. 5, 42· καταλαμβάνω, λαμβάνω ὑπὸ τὴν κατοχήν μου συγχρόνως, ἐπὶ στρατιωτικῆς σημασίας, τὸ χωρίον Θουκ. 7. 26· τὴν πόλιν Ἰσοκρ. 488Α. 2) συμπεριλαμβάνω, τινὶ Διογ. Λ. 9. 97, ἐν τῷ παθ. 3) συμπεραίνω ἐκ δεδομένων, Πολυβ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 394.
French (Bailly abrégé)
s’emparer en même temps de ; t. milit. occuper en même temps, acc..
Étymologie: σύν, καταλαμβάνω.
Greek Monolingual
Α
1. καταλαμβάνω μαζί με κάποιον («ὧν οὐκ ἀγνοῳ ὅτι δυνατὸν ἡμῑν κοινῶν ὄντων τοῖς συγκατειληφόσι νοσφίσασθαι», Ξεν.)
2. κυριεύω συγχρόνως, παίρνω στην κατοχή μου συγχρόνως με άλλον («ἐπειδή ξυγκατέλαβε τὸ χωρίον παρέπλει ἐπί τῆς Κερκύρας», Θουκ.)
3. συμπεριλαμβάνω
4. παίρνω κάτι μαζί με άλλον
5. συμπεραίνω από δεδομένα.
Greek Monotonic
συγκαταλαμβάνω: μέλ. -λήψομαι, αρπάζω, καταλαμβάνω κάτι από κοινού, σε Ξεν.· καταλαμβάνω συγχρόνως, συγκυριεύω, συλλαμβάνω, λέγεται με στρατιωτική σημασία, σε Θουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-καταλαμβάνω, Att. ook ξυγκαταλαμβάνω samen de hand leggen op, samen in bezit nemen. Xen. Cyr. 4.2.42. volledig innemen. Thuc. 7.26.3.
Russian (Dvoretsky)
συγκαταλαμβάνω:
1) вместе завладевать, одновременно захватывать (τὸ χωρίον Thuc.; sc. τὰ χρήματα Xen.);
2) (одновременно) охватывать, содержать (в себе) Diog. L.;
3) заключать из предпосылок, умозаключать Polyb.
Middle Liddell
fut. -λήψομαι
to seize, take possession of together, Xen.: to occupy at the same time, in a military sense, Thuc.