στρατοπεδεία: Difference between revisions
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stratopedeia | |Transliteration C=stratopedeia | ||
|Beta Code=stratopedei/a | |Beta Code=stratopedei/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, [[encampment]], <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>4.1.24</span>, <span class="bibl">Aen.Tact.16.15</span>, <span class="bibl">LXX <span class="title">Jo.</span>4.3</span>, <span class="bibl">Plb.1.48.10</span>, al., <span class="bibl">D.H.10.23</span>, <span class="bibl">Ael. <span class="title">Tact.</span>3.3</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:25, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, encampment, X.HG4.1.24, Aen.Tact.16.15, LXX Jo.4.3, Plb.1.48.10, al., D.H.10.23, Ael. Tact.3.3.
German (Pape)
[Seite 952] ἡ, = στρατοπέδευσις; Xen. Hell. 4, 1, 24; D. Hal. 3, 55 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
στρᾰτοπεδεία: ἡ, = στρατοπέδευσις, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 24, Διον. Ἁλ. 10. 36.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
campement.
Étymologie: στρατόπεδον.
Greek Monolingual
η, ΝΑ στρατοπεδεύω
νεοελλ.
φρ. «υπηρεσία στρατοπεδείας»
στρ. ειδική ομάδα αξιωματικών και οπλιτών που έχει αρμοδιότητα να ανιχνεύει μια περιοχή και να βρίσκει τόπο κατάλληλο για την εγκατάσταση στρατιωτικής μονάδας
αρχ.
στρατοπέδευση.
Greek Monotonic
στρᾰτοπεδεία: ἡ, = στρατοπέδευσις, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
στρᾰτοπεδεία: ἡ Xen., Polyb. = στρατοπέδευσις.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
στρατοπεδεία -ας, ἡ [στρατόπεδον] kampement, plaats van het legerkamp.
Middle Liddell
στρᾰτοπεδεία, ἡ, = στρατοπέδευσις, Xen.]