συνοφρυοῦμαι: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνοφρυόομαι''': [[συστέλλω]] τὰς ὀφρῦς, σουφρώνω τὰ φρύδια μου, [[σκυθρωπάζω]], [[ἀήθης]] καὶ ξυνωφρυωμένη Σοφ. Τρ. 869· ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ Εὐρ. Ἄλκ. 777, πρβλ. 800· συνωφρυῶσθαι Πολυδ. Β΄, 50.
|lstext='''συνοφρυόομαι''': [[συστέλλω]] τὰς ὀφρῦς, σουφρώνω τὰ φρύδια μου, [[σκυθρωπάζω]], [[ἀήθης]] καὶ ξυνωφρυωμένη Σοφ. Τρ. 869· ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ Εὐρ. Ἄλκ. 777, πρβλ. 800· συνωφρυῶσθαι Πολυδ. Β΄, 50.
}}
{{grml
|mltxt=[[συνοφρυόομαι]], [[συνοφρυοῦμαι]], ΝΜΑ [[σύνοφρυς]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[σουφρώνω]] τα φρύδια μου από [[δυσαρέσκεια]], θυμό, [[ανησυχία]] ή [[βαθιά]] [[σκέψη]], [[σκυθρωπάζω]], [[κατσουφιάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[σουφρώνω]] τα φρύδια μου από [[λύπη]], λυπούμαι, θλίβομαι (α. «στυγνῷ προσώπῳ καὶ ξυνωφρυωμένῳ», <b>Ευρ.</b><br />β. «ξύνες δὲ τήνδ' ὡς [[ἀήθης]] και ξυνωφρυωμένη χωρεῑ πρὸς ἡμᾱς γραῑα...», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «συνωφρυωμένος<br />λυπούμενος»<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον <b>[[Πολυδ]].</b>) «καὶ παρὰ τοῖς τραγωδοῑς τὸ συνωφρυοῦσθαι ἐπὶ τῶν λυπουμένων».
}}
}}
{{bailly
{{bailly

Revision as of 18:21, 26 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοφρῠοῦμαι Medium diacritics: συνοφρυοῦμαι Low diacritics: συνοφρυούμαι Capitals: ΣΥΝΟΦΡΥΟΟΥΜΑΙ
Transliteration A: synophryoûmai Transliteration B: synophryoumai Transliteration C: synofryoumai Beta Code: sunofruou=mai

English (LSJ)

συνοφρυόομαι or συνοφρυοῦμαι, Pass., A to frown, to have the brow knitted, ἀήθης καὶ συνωφρυωμένη S.Tr.869, cf. Dam.Isid.138; προσώπῳ συνωφρυωμένῳ = with frowning countenance, E.Alc.777, cf. 800.

Greek (Liddell-Scott)

συνοφρυόομαι: συστέλλω τὰς ὀφρῦς, σουφρώνω τὰ φρύδια μου, σκυθρωπάζω, ἀήθης καὶ ξυνωφρυωμένη Σοφ. Τρ. 869· ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ Εὐρ. Ἄλκ. 777, πρβλ. 800· συνωφρυῶσθαι Πολυδ. Β΄, 50.

Greek Monolingual

συνοφρυόομαι, συνοφρυοῦμαι, ΝΜΑ σύνοφρυς
νεοελλ.
σουφρώνω τα φρύδια μου από δυσαρέσκεια, θυμό, ανησυχία ή βαθιά σκέψη, σκυθρωπάζω, κατσουφιάζω
αρχ.
1. σουφρώνω τα φρύδια μου από λύπη, λυπούμαι, θλίβομαι (α. «στυγνῷ προσώπῳ καὶ ξυνωφρυωμένῳ», Ευρ.
β. «ξύνες δὲ τήνδ' ὡς ἀήθης και ξυνωφρυωμένη χωρεῑ πρὸς ἡμᾱς γραῑα...», Σοφ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «συνωφρυωμένος
λυπούμενος»
3. (κατά τον Πολυδ.) «καὶ παρὰ τοῖς τραγωδοῑς τὸ συνωφρυοῦσθαι ἐπὶ τῶν λυπουμένων».

French (Bailly abrégé)

συνοφρυοῦμαι;
pf. συνωφρύωμαι;
contracter ou froncer les sourcils.
Étymologie: σύν, ὀφρύς.

Greek Monotonic

συνοφρυόομαι: μέλ. συνωφρύωμαι (ὀφρῦς), Παθ., σουφρώνω τα φρύδια μου, σκυθρωπιάζω, κατσουφιάζω· ξυνωφρυωμένη, με ζαρωμένα τα φρύδια της, σε Σοφ.· ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ, με συνοφρυωμένη, σκυθρωπή, κατηφή όψη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

συνοφρυόομαι: стягивать (хмурить) брови, принимать скорбный вид Soph.: οἱ συνωφρυωμένοι Eur. печальные люди.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνοφρῠόομαι (σύνοφρυς) (de wenkbrauwen) fronsen.

Middle Liddell

fut. συνωφρύωμαι ὀφρύς
Pass. to have the brow knitted, ξυνωφρυωμένη with knitted brow, Soph.; ξυνωφρυωμένῳ προσώπῳ with frowning countenance, Eur.