χρέμπτομαι: Difference between revisions
τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=chremptomai | |Transliteration C=chremptomai | ||
|Beta Code=xre/mptomai | |Beta Code=xre/mptomai | ||
|Definition=aor. εχρεμψάμην Luc. (v. infr.), <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>7.205c</span>:— <span class="sense"><span class="bld">A</span> | |Definition=aor. εχρεμψάμην Luc. (v. infr.), <span class="bibl">Jul.<span class="title">Or.</span>7.205c</span>:— <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[clear one's throat]], [[hawk]] and [[spit]], [[cough]], <span class="bibl">E.<span class="title">Cyc.</span>626</span>; esp. before making a speech, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Th.</span>381</span>; χ. ὡς πτύσων <span class="bibl">Gal.<span class="title">Protr.</span>8</span>: c. acc., [[αἱματῶδες]] χρέμπτομαι = [[spit]] [[blood]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Epid.</span>5.14</span>; μῆλα χ. <span class="bibl">Eup.163</span>(lyr.); πλατὺ χρεμψάμενος <span class="bibl">Luc.<span class="title">Cat.</span>12</span>, cf. <span class="bibl"><span class="title">Pr.Im.</span>20</span>:—Pass., πράσα . . χρέμπτεται are [[expectorant]], Ruf. ap. Orib.inc.<span class="bibl">4.28</span>. (Akin to [[χρεμετίζω]].) </span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1370.png Seite 1370]] sich räuspern, bes. ausspucken; Eur. Cycl. 626; σιώπα, πρόσεχε τὸν | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1370.png Seite 1370]] sich räuspern, bes. ausspucken; Eur. Cycl. 626; σιώπα, πρόσεχε τὸν νοῦν· χρέμπτεται γὰρ [[ἤδη]], [[ὅπερ]] ποιοῦσ' οἱ ῥήτορες Ar. Th. 381; Luc. Catapl. 12; auch kom. μῆλα χρέμπ τεται, Eupol. bei Ath. XIV, 646 f. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 12:58, 14 February 2021
English (LSJ)
aor. εχρεμψάμην Luc. (v. infr.), Jul.Or.7.205c:— A clear one's throat, hawk and spit, cough, E.Cyc.626; esp. before making a speech, Ar.Th.381; χ. ὡς πτύσων Gal.Protr.8: c. acc., αἱματῶδες χρέμπτομαι = spit blood, Hp.Epid.5.14; μῆλα χ. Eup.163(lyr.); πλατὺ χρεμψάμενος Luc.Cat.12, cf. Pr.Im.20:—Pass., πράσα . . χρέμπτεται are expectorant, Ruf. ap. Orib.inc.4.28. (Akin to χρεμετίζω.)
German (Pape)
[Seite 1370] sich räuspern, bes. ausspucken; Eur. Cycl. 626; σιώπα, πρόσεχε τὸν νοῦν· χρέμπτεται γὰρ ἤδη, ὅπερ ποιοῦσ' οἱ ῥήτορες Ar. Th. 381; Luc. Catapl. 12; auch kom. μῆλα χρέμπ τεται, Eupol. bei Ath. XIV, 646 f.
Greek (Liddell-Scott)
χρέμπτομαι: μέλλ. -ψομαι, ἀποθ., βήχω ὅπως ἐκβάλλω φλέγμα ἢ βήχω καὶ ἐκβάλλω φλέγμα, οὐδὲ πνεῖν ἐῶ,.. οὐδὲ χρέμπτεσθαί τινα Εὐρ. Κύκλ. 626· ἐπὶ ῥήτορος μέλλοντος νὰ ἀγορεύσῃ, σιώπα, πρόσεχε τὸν νοῦν· χρέμπτεται γὰρ ἤδη, ὅπερ ποιοῦσιν οἱ ῥήτορες Ἀριστοφ. Θεσμ. 381· μετ’ αἰτ., αἱματῶδες χρ., διὰ τῆς χρέμψεως ἐκπτύει αἷμα, Ἱππ. 1145G· οὕτω, μῆλα χρέμπτεται Εὔπολις ἐν «Κόλαξιν» 17· πλατὺ χρεμψάμενος Λουκ. Κατάπλ. 12, πρβλ. τὸν αὐτ. ὑπὲρ τῶν Εἰκόν. 20. (Συγγενὲς τῷ χρεμετίζω, πρβλ. τὸν αὐτ. ὑπέρ τῶν Εἰκόν. 20. (Συγγενὲς τῷ χρεμετίζω, πρβλ. τὸ Λατ. s-creo).
French (Bailly abrégé)
cracher avec force ou avec bruit.
Étymologie: DELG χρεμετίζω.
Greek Monolingual
Α
(αποθ.)
1. βήχω για να βγάλω φλέμα από τους βρόγχους, για να φτύσω το απόχρεμμα, βγάζω ρόχαλο
2. φρ. «αἱματῶδες χρέμπτομαι» — εκβάλλω αίμα με βήξιμο (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. χρέμπτομαι, κατά την πιθανότερη άποψη, πρέπει να συνδεθεί με το ρ. χρεμετίζω, παρουσίασε, όμως, μια σημαντική σημασιολογική εξέλιξη και διαφοροποίηση και εξειδικεύθηκε σε όρο του ιατρικού λεξιλογίου με σημ. «βήχω για να εκβάλω φλέγμα». Με τη σημ. αυτή το ρ. χρέμπτομαι και οι τ. της οικογένειάς του μπορούν να παραβληθούν με τ. της οικογένειας του πτύω, το οποίο πιθ. (όπως και το ρ. πτάρνυμαι) άσκησε επίδραση στον σχηματισμό του ρ. χρέμ-πτ-ομαι με το συμφωνικό σύμπλεγμα -πτ-].
Greek Monotonic
χρέμπτομαι: μέλ. -ψομαι, αποθ., καθαρίζω το λαιμό μου, βγάζω φλέγματα και φτύνω, βήχω, σε Ευρ. (ηχομιμ. λέξη).
Russian (Dvoretsky)
χρέμπτομαι: харкать, сплевывать Eur., Arph., Luc.
Middle Liddell
χρέμπτομαι,
Dep. to clear one's throat, to hawk and spit, cough, Eur. [Formed from the sound.]